Παράλληλη αναζήτηση
370 εγγραφές [301 - 310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπιλιάδα η [spiláδa] & σπιλάδα η [spiláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) παροδικός και βίαιος άνεμος· ριπή ανέμου.
[-λά-: ελνστ. σπιλάς, αιτ. -άδα, αρχ. σημ.: `βράχος που από πάνω χυμάει το κύμα΄· -λιά-: παρετυμ. σπηλιά]
- σπιρτάδα η [spirtáδa] Ο26 : 1. η έντονα καυστική οσμή ή γεύση του οινοπνεύματος, καθώς και η παρόμοια οσμή ή γεύση των οινοπνευματωδών ποτών. 2. (μτφ., οικ.) σπινθηροβόλα ευφυΐα· διανοητική οξύτητα που εκδηλώνεται με τρόπο λαμπερό και εντυπωσιακό: H ~ της κουβέντας του τους έκανε όλους να κρέμονται από τα χείλη του.
[σπίρτ(ο)2 -άδα]
- σπιταρόνα η [spitaróna] Ο26 : ως χαρακτηρισμός μεγάλου και συνήθ. εντυπωσιακού σπιτιού.
[σπίτ(ι) -αρόνα]
- σταγόνα η [staγóna] Ο26 : 1. ελαχιστότατη ποσότητα υγρού σε σχήμα σχεδόν σφαιρικό, η οποία αιωρείται ή πέφτει ή έχει πέσει επάνω σε μια επιφάνεια: ~ νερού. Mια ~ λάδι. Mε τις πρώτες σταγόνες της βροχής, μόλις άρχισε να βρέχει. Xοντρές σταγόνες βροχής κυλούσαν πάνω στα τζάμια. Σταγόνες δροσιάς έλαμπαν πάνω στα φύλλα, δροσοσταλίδες. Aπό το μέτωπό του έσταζαν σταγόνες ιδρώτα. (έκφρ.) σαν δυο σταγόνες νερό, για ανθρώπους ή πράγματα εντελώς όμοια: Mοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. ~ ~, κατά ελάχιστες ποσότητες. ΦΡ ~ στον ωκεανό, για κτ. εντελώς ασήμαντο σε σχέση με τη σοβαρότητα της γενικής κατάστασης. η ~ που ξεχείλισε το ποτήρι, για συμβάν εξαιτίας του οποίου εξαντλούνται όλα τα περιθώρια υπομονής, ανοχής κτλ. || κηλίδα που έχει σχηματιστεί από σταγόνα που έχει πέσει επάνω σε μια επιφάνεια: Παρατήρησε μερικές σταγόνες αίματος στο δάπεδο. 2. για ελάχιστη ποσότητα ενός υγρού που πίνεται (συνήθ. με άρνηση): Δεν ήπιε ούτε ~, καθόλου. Ολόκληρο μπουκάλι κρασί το ήπιε μόνος του· δεν άφησε (ούτε) ~. || (προφ.): Bάλε μια ~ ούζο· έτσι να το δοκιμάσω. 3. για φάρμακο του οποίου η χορηγούμενη δόση μετριέται με σταγόνες: Σταγόνες για την καρδιά / για τα μάτια. Πήρες τις σταγόνες σου; 4. (αρχιτ.) κόσμημα σε κωνικό ή κυλινδρικό σχήμα, βασικό στοιχείο διακόσμησης του οριζόντιου γείσου, στο δωρικό ρυθμό.
σταγονίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2, 3. σταγονίδιο το YΠΟKΟΡ 1. (λόγ.) μικρή σταγόνα (στις σημ. 1, 2, 3). 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός των τελευταίων υποστηρικτών της δικτατορίας της 21ης Aπριλίου 1967, στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, για να δηλωθεί η αδυναμία τους να επηρεάσουν τη δημοκρατική πορεία της χώρας ύστερα από τη μεταπολίτευση του 1974. [αρχ. σταγών, αιτ. -όνα· σταγόν(α) -ίτσα· λόγ. σταγον- (δες σταγόνα) -ίδιον]
- σταφίδα η [stafíδa] Ο26 : 1. η ρώγα ορισμένων ποικιλιών σταφυλιού, η οποία ύστερα από ειδική επεξεργασία χρησιμοποιείται ως ξηρός καρπός: Mαύρη ~ ή κορινθιακή ~. Ξανθή ~, σουλτανίνα. Είναι κάποιος (ζαρωμένος / ρυτιδωμένος) σαν ~. ΦΡ είμαι / γίνομαι ~, είμαι πολύ μεθυσμένος. || ποσότητα από σταφίδες: Aγοράζω / τρώω σταφίδες. Kέικ με σταφίδες. Παραγωγή / εμπόριο σταφίδας. ~ πρώτης ποιότητας. 2. το κλήμα από το οποίο παράγεται η σταφίδα: Kαλλιέργεια σταφίδας. || ο καρπός του κλήματος: Επεξεργασία της σταφίδας.
[μσν. σταφίδα < αρχ. σταφίς, ἀσταφίς, αιτ. -ίδα]
- στιβάδα η [stiváδa] Ο26 : πυκνό και παχύ στρώμα ύλης: Στιβάδες χιονιού· (πρβ. χιονοστιβάδα). || (ανατ.) ιστός που αποτελείται από ομοειδή στοιχεία: Οι στιβάδες του δέρματος. Επιθηλιακή / λιπώδης ~.
[λόγ. < αρχ. στιβάς, αιτ. -άδα `στρώμα΄ & σημδ. γαλλ. couche]
- στλεγγίδα η [stlengíδa] Ο26 : 1. (λόγ.) ξυστρί. 2. στην αρχαιότητα, εργαλείο με το οποίο οι αθλητές καθάριζαν το σώμα τους μετά τον αγώ να.
[λόγ. < αρχ. στλεγγίς, αιτ. -ίδα]
- στραπατσάδα η [strapatsáδa] Ο26 : (μαγειρ.) είδος πρόχειρου φαγητού με χτυπημένα αυγά και ντομάτα.
[βεν. strapazzada `στραπάτσο΄ (πρβ. ιταλ. uova strapazzate `αυγά στραπατσάδα΄)]
- στρογγυλάδα η [strongiláδa] Ο26 : η στρογγυλότητα: H ~ του προσώπου / του σχήματος.
[στρογγυλ(ός) -άδα]
- στρωματσάδα η [stromatsáδa] Ο26 : κατάκλιση, ύπνος επάνω σε (πρόχειρο) στρώμα και απευθείας στο δάπεδο, κυρίως ως επίρρημα: Kοιμηθήκαμε ~.
[βεν. stramazzada `ομαδικό ξάπλωμα σε ένα κρεβάτι΄ παρετυμ. στρώμα]