Παράλληλη αναζήτηση
| 370 εγγραφές [231 - 240] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλιοφυλλάδα η [palofiláδa] Ο26 : μειωτικός χαρακτηρισμός εντύπου (συνήθ. εφημερίδας) κακού και χαμηλού επιπέδου.
[παλιο-Ι + φυλλάδα]
- παλλακίδα η [palakíδa] Ο26 : 1.γυναίκα που συζεί και συνδέεται ερωτικά με άντρα, κατά το θεσμό της παλλακείας· παλλακή. 2. (σπάν.) ερωμένη αντρός η οποία συγκατοικεί με αυτόν χωρίς να συνδέεται με σχέση γάμου και κατά παράβαση των θεσμών που σήμερα ισχύουν.
[λόγ. < αρχ. παλλακίς, αιτ. -ίδα]
- πανάδα η [panáδa] Ο26 : μικρή κιτρινωπή κηλίδα ακανόνιστου σχήματος, που παρουσιάζεται στο δέρμα του προσώπου ή και άλλων μερών του σώματος· (πρβ. φακίδα).
[πάν(α) (στη σημ.: `μούχλα σε τρόφιμα΄) -άδα]
- πανίδα η [paníδa] Ο26 : το σύνολο των ζώων μιας περιοχής, ενός τόπου: Πλούσια ~. H ~ και η χλωρίδα.
[λόγ. παν(ίς) -ίδα < αρχ. Πᾶν (όν. του αρχ. ποιμενικού θεού) -ίς, μτφρδ. νλατ. fauna (στη νέα σημ.) < υστλατ. Fauna (ρωμαϊκή θεά αδελφή του Faunus, ρωμαϊκού ποιμενικού θεού που ταυτίστηκε με τον Πάνα)]
- παννυχίδα η [panixíδa] Ο26 : α.ολονύκτια γιορτή ή τελετουργία σε αρχαίες, μυστηριακές κυρίως, θρησκείες. β. (εκκλ.) ολονύκτια ακολουθία την παραμονή μεγάλης θρησκευτικής γιορτής, ιδίως σε μοναστήρι· (πρβ. ολονυκτία, αγρυπνία). γ. ολονύκτια διασκέδαση· (πρβ. νυχτέρι).
[λόγ. < αρχ. παννυχίς, αιτ. -ίδα (β: μσν. σημ.)]
- παραστάδα η [parastáδa] Ο26 : τετραγωνικού σχήματος κολόνα ή δοκός, ενσωματωμένη σε τοίχο, συνήθ. δεξιά και αριστερά από ένα άνοιγμα (πόρτα, παράθυρο κτλ.), ως στοιχείο στήριξης ή διακόσμησης· παραστάτης 2: Δεξιά και αριστερά από την πύλη υπήρχαν παραστάδες.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. παραστάδες]
- παραφυάδα η [parafiáδa] Ο26 : 1. (βοτ.) νέος βλαστός που φυτρώνει από τη ρίζα ενός φυτού ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού του· παραβλάστημα: Πολλά φυτά πολλαπλασιάζονται με παραφυάδες. 2. (μτφ.) α. για κτ. που αναπτύσσεται με βάση, με κέντρο έναν κύριο κορμό· παρακλάδι: Οργάνωση με παραφυάδες σ΄ όλο τον κόσμο. β. βουνό που έχει διαφορετική κατεύθυνση και έτσι προεξέχει από την κεντρική οροσειρά στην οποία ανήκει.
[λόγ. < αρχ. παραφυάς, αιτ. -άδα]
- παρεγκεφαλίδα η [parengefalíδa] Ο26 : (ανατ.) το τμήμα του εγκεφάλου που βρίσκεται στο πίσω μέρος της κρανιακής κοιλότητας και ρυθμίζει τις μυϊκές κινήσεις.
[λόγ. < αρχ. παρεγκεφαλίς, αιτ. -ίδα]
- παρτίδα η [partíδa] Ο26 : 1α. τμήμα ενός συνόλου πραγμάτων, ιδίως εμπο ρευμάτων ή και προσώπων: Σου στέλνω μια ~ με εκατό κομμάτια. Tα ψυγεία της τελευταίας παρτίδας είναι ελαττωματικά. Mια ~ εκδρομέων / κατασκηνωτών. β. (μτφ., πληθ.) σχέσεις με κπ.: Δε θέλω παρτίδες μ΄ έναν ψεύτη. Kομμένες οι παρτίδες μαζί σου! Εσύ, που έχεις παρτίδες με τον υπουργό, τι λες; 2α. ολοκληρωμένη διαδικασία σε παιχνίδι, ιδίως ανταγω νιστικού χαρακτήρα: Παίζω μια ~ σκάκι / τάβλι / πινάκλ. Kερδί ζω / χάνω / εγκαταλείπω την ~. β. (σπάν.) σύνολο από παρτίδες ή γενικά παιχνίδι που καταλήγει στην ανάδειξη νικητή.
[βεν. *partida (πρβ. ιταλ. partita)]
- παρωνυχίδα η [paronixíδa] & παρανυχίδα η [paranixíδa] Ο26 : 1. μικρή προεξοχή του δέρματος που δημιουργείται στη βάση του νυχιού. 2. (μτφ.) για να χαρακτηριστεί κτ. (δυσκολία, θέμα κτλ.) ως ασήμαντο: Πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό, όχι για ~.
[λόγ. < ελνστ. παρωνυχίς, αιτ. -ίδα· εισαγωγή ολόκληρου του προθήματος παρα- 1]



