Παράλληλη αναζήτηση
| 370 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολομπίνα η [kolombína] Ο26 : 1. πρόσωπο της παλιάς ιταλικής κωμωδίας, της κομέντια ντελ άρτε, και της παντομίμας. 2. αποκριάτικο γυναικείο κουστούμι καθώς και το πρόσωπο που το φοράει: Nτύθηκε ~. Ο πιερότος χόρευε με την ~.
[ιταλ. colombina (αρχική σημ.: `περιστεράκι΄)]
- κοπελούδα η [kopelúδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) νεαρή κοπέλα.
[μσν. κοπελούδα < κοπέλ(α) -ούδα]
- κορασίδα η [korasíδa] Ο26 : (σπάν.) το κορίτσι. || (αθλ.) ως κατηγορία στην οποία κατατάσσεται μια αθλήτρια προεφηβικής ηλικίας: Πρωτάθλημα παίδων και κορασίδων.
[λόγ. < μσν. κορασίς, αιτ. -ίδα < κοράσ(ιον δες στο κοράσι) -ίς (πρβ. μσν. κορασίδα)]
- κορφάδα η [korfáδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) το ακραίο τμήμα του τρυφερού βλαστού ενός φυτού.
[κορφ(ή) -άδα]
- κορωνίδα η [koroníδa] Ο26 : 1. το ανώτατο σημείο, ως επιστέγασμα ή αποκορύφωση: Ο άνθρωπος είναι η ~ της δημιουργίας. H φιλοσοφία είναι η ~ των επιστημών. 2. (γραμμ.) το σημείο της κράσης. 3. (μουσ.) κορόνα
31. [λόγ. < αρχ. κορωνίς, αιτ. -ίδα `κυρτό αντικείμενο, κόσμημα χειρογράφου, τέλειωμα, σημάδι της κράσης΄]
- κοτσίδα η [kotsíδa] Ο26 : είδος χτενίσματος για μακριά μαλλιά, όπου τρεις τούφες πλέκονται και συγκρατιούνται στην άκρη με κορδέλα, κοκαλάκι κτλ.· πλεξίδα: Έκανε τα μαλλιά της κοτσίδες / μια χοντρή ~. || για κτ. που είναι πλεγμένο σαν κοτσίδα.
κοτσιδούλα η YΠΟKΟΡ. κοτσιδάκι το YΠΟKΟΡ. [ίσως *κοτίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] < αρχ. (δωρ. διάλ.) κοττίς, αιτ. -ίδα `κεφάλι΄ ή < σλαβ. kositsa ( [-sí-] ) `πλεξούδα΄ (δες και κότσος)· κοτσίδ(α) -ούλα]
- κοτυληδόνα η [kotiliδóna] Ο26 : (βοτ.) το πρώτο φύλλο που βρίσκεται στο φυτικό έμβρυο.
[λόγ. < αρχ. κοτυληδών, αιτ. -όνα `κοιλότητα΄ σημδ. γαλλ. cotylédon < αρχ. κοτυληδών]
- κουκκίδα η [kukíδa] Ο26 : 1. το σημάδι της τελείας. 2. πολύ μικρό ακαθόριστο σημαδάκι: Tο πλοίο ήταν μια / φαινόταν σαν μια ~ στο πέλαγος.
[κουκ(ί) -ίδα (διαφ. το ελνστ. κοκκίς `μαύρη λεύκα΄) (ορθογρ. κατά το κόκκος)]
- κρηπίδα η [kripíδa] Ο26 : το κρηπίδωμα, στην αρχαία αρχιτεκτονική.
[λόγ. < αρχ. κρηπίς, αιτ. -ίδα]
- κροτίδα η [krotíδa] Ο26 : είδος πυροτεχνήματος του οποίου η ανάφλεξη προκαλεί μικρές απανωτές εκρήξεις. || εκρηκτικός μηχανισμός μικρής ισχύος.
[λόγ. κρότ(ος) -ίς > -ίδα]



