Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο25 (ώρα, ώρας, ώρες)
3.295 εγγραφές [3071 - 3080]
φελούκα η [felúka] Ο25 : 1. πλοιάριο της Mεσογείου, χαμηλό, στενό και άφρακτο, που κινείται με κουπιά ή με ιστία και που ο τύπος του έχει σχεδόν εκλείψει. 2. βοηθητική βάρκα.

[ίσως αντδ. < ιταλ. feluca < γαλλ. felouque < αραβ. felūka < ελνστ. ἐφόλκιον `βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι΄]

φέλπα η [félpa] Ο25 : είδος βαμβακερού υφάσματος που απομιμείται το βελούδο.

[ιταλ. felpa]

φεουδαρχία η [feuδarxía] Ο25 : πολιτικοκοινωνικό καθεστώς της μεσαιω νικής Δυτικής Ευρώπης, που στηριζόταν στη διαίρεση του κράτους σε φέουδα· (πρβ. τιμαριωτισμός): H ~ προέκυψε από την αποσύνθεση της ρωμαϊκής οικονομίας και την εισβολή των γερμανικών λαών. || (επέκτ.) μειωτικός συνήθ. χαρακτηρισμός για κάθε καθεστώς με χαρακτηριστικά που μοιάζουν με τη φεουδαρχία ή που τη θυμίζουν.

[λόγ. φεουδάρχ(ης) -ία απόδ. ιταλ. feudalismo]

φέτα η [féta] Ο25 : 1α. το καθένα από τα πλατιά και (λιγότερο ή περισσότε ρο) λεπτά κομμάτια ενός φαγώσιμου, που αποκόπτονται με τομές (συνήθ. παράλληλες μεταξύ τους): Xοντρή / ψιλή / μικρή / μεγάλη ~. Mια ~ ψωμιού / τυριού / λεμονιού / καρπουζιού. Έκοψα το αγγουράκι σε φέτες. Kόψε μου μια ~ πεπόνι. || καθένα από τα τμήματα του πορτοκαλιού ή του μανταρινιού. (έκφρ.) κό βω / κάνω κπ. φέτες, τον κάνω κομμάτια, τον τραυματίζω πολύ. β. (τυρί) ~, είδος λευκού τυριού που διατηρείται μέσα σε άλμη: Mαλακή / σκληρή ~. ~ κοπανιστή / τρίμμα. 2. καθετί που μοιάζει με φέτα: Οι φέτες του καλοριφέρ, καθένα από τα παράλληλα στοιχεία που αποτελούν το σώμα του καλοριφέρ. 3. (μτφ.) κομμάτι, τμήμα που αποκόπτεται από μεγαλύτερο σύνολο: Tου πήρε το χέρι η μηχανή και του ΄κοψε ολόκληρη ~. φετούλα η YΠΟKΟΡ. φετίτσα η YΠΟKΟΡ. φετάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. fetta· φέτ(α) -ούλα, -ίτσα]

φθογγογραφία η [fθoŋgoγrafía] Ο25 : είδος (πρωτόγονης) γραφής με φθογγογράμματα.

[λόγ. φθόγγ(ος)1 -ο- + -γραφία]

φθογγολογία η [fθoŋgolojía] Ο25 : (παρωχ.) κλάδος της γλωσσολογίας με αντικείμενο τη μελέτη της φύσης και των νόμων της μεταβολής των φθόγγων· (πρβ. φωνητική, φωνολογία).

[λόγ. φθόγγ(ος)1 -ο- + -λογία]

φιγούρα η [fiγúra] Ο25 : (οικ.) 1. η μορφή, το σχήμα, το περίγραμμα κυρίως του ανθρώπινου σώματος ή προσώπου: Mέσα στην ομίχλη διέκρινε δύο ανθρώπινες φιγούρες, σιλουέτες. 2. τα πρόσωπα από χαρτόνι στο θέατρο σκιών: Οι φιγούρες του καραγκιόζη. 3. τα (τρία) τραπουλόχαρτα κάθε χρώματος που έχουν επάνω τους παραστάσεις προσώπων (ρήγας, ντάμα, βαλές). ANT λιμό: Σ΄ αυτό το παιχνίδι μού ήρθαν / πήρα πολλές φιγούρες. 4. ιδιαίτερη χορευτική παραλλαγή: Ξέρει όλες τις καινούριες φιγούρες. 5. (ναυτ.) το ακρόπρωρο και (συνήθ. πληθ.) τα γλυπτά στολίδια της πρύμνης των πλοίων. 6. η (θετική) εντύπωση από μια (καλή) εμφάνιση. ΦΡ κάνω ~, προκαλώ εντύπωση: Kάνει ~ με το καινούριο σπορ αμάξι του. για ~, για να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται : Tο ΄χει / το κάνει / το αγόρασε (μόνο) για ~.

[ιταλ. figura (3: γενοβ. σημ.)]

φιέστα η [fxésta] Ο25 : 1. έντονος και θεαματικός πανηγυρισμός, εορτασμός ενός γεγονότος (μιας νίκης, μιας επιτυχίας κτλ.): Οι οπαδοί της πρωταθλήτριας ομάδας οργάνωσαν μια μεγάλη ~ στους δρόμους της πόλης. 2. (μτφ., μειωτ.) οργανωμένη εκδήλωση όπου κυριαρχεί το θεαματικό, το φαντασμαγορικό, το εντυπωσιακό σε βάρος της ουσίας ή της σοβαρότητας: Aντί να κάνουν πολιτικό διάλογο, οργάνωσαν προεκλογικές φιέστες.

[ιταλ. (παλ. ή διαλεκτ.) *fiesta (πρβ. festa)]

φιλαλληλία η [filalilía] Ο25 : (λόγ.) η φιλανθρωπία2, ο αλτρουισμός.

[λόγ. < ελνστ. φιλαλληλία]

φιλανθρωπία η [filanθropía] Ο25 : 1α. η πράξη, η χειρονομία ενίσχυσης, βοήθειας (οικονομικής κυρίως) προς ανθρώπους που έχουν ανάγκη· (πρβ. ευεργεσία): Έχει κάνει πολλές φιλανθρωπίες στη ζωή του. β. η αντίστοιχη δραστηριότητα: H κοινωνική μέριμνα πρέπει να αναλαμβάνεται από την πολιτεία κι όχι να αφήνεται στη ~. 2. (σπάν.) η αγάπη προς τον άνθρωπο: H ~ του Θεού.

[λόγ.: 1: αρχ. φιλανθρωπία `ανθρώπινα αισθήματα, πράξεις καλοσύνης΄· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   1... 306 307 [308] 309 310 ...330   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες