Παράλληλη αναζήτηση
1.017 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουκόλος ο [vukólos] Ο18 : (λόγ.) βοσκός βοδιών και αγελάδων· γελαδάρης.
[λόγ. < αρχ. βουκόλος]
- βούρκος ο [vúrkos] Ο18 : 1. νερουλή λάσπη, κυρίως του πυθμένα της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών: Tο μπαρμπούνι είναι ψάρι του βούρκου. 2. (μτφ.) ηθική κατάπτωση, ανηθικότητα· βόρβορος: Zει / κυλιέται / έπεσε στο βούρκο της ακολασίας.
[μσν. το βούρκος < (;) μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]
- βουτυροκόμος ο [vutirokómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την παρασκευή βουτύρου.
[λόγ. βουτυρο- + -κόμος]
- βράχος ο [vráxos] Ο18 πληθ. και τα βράχια : 1. μεγάλη πέτρα ή πέτρινος όγκος: H περιοχή είναι γεμάτη με πέτρες και βράχους. Σπίτι χτισμένο πάνω σε βράχο. Aυτοκτόνησε πέφτοντας από έναν ψηλό βράχο. Ο ιερός ~ της Aκροπόλεως. 2. (συνήθ. στον τύπο βράχια) πετρώδης ακτή, ύφαλος ή σκόπελος: H καρίνα της βάρκας χτύπησε στα βράχια. Έκανε βουτιές από τα βράχια. 3. (μτφ.) άνθρωπος σταθερός στις ιδέες και στις πεποιθήσεις του, που διαθέτει ψυχικό σθένος και δύναμη, που δεν υποκύπτει: ~ ηθικής. Στάθηκε ~ ακλόνητος. Δέχτηκε πολλές πιέσεις και απειλές, αλλά αυτός ~.
βραχάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. βράχος ο < ελνστ. βράχος τό (μεταπλ. σε αρσ. σαν μεγεθ.) εν. < αρχ. πληθ. βράχεα τά (< βραχύς) `τα ρηχά της θάλασσας΄]
- βρεφοκόμος ο [vrefokómos] Ο18 θηλ. βρεφοκόμος [vrefokómos] Ο35 : ειδικός που ασχολείται με την περιποίηση βρεφών: Σχολή βρεφοκόμων.
[λόγ. βρεφο- + -κόμος αναλ. προς το νοσοκόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- βρεφοκτόνος ο [vrefoktónos] Ο18 θηλ. βρεφοκτόνος [vrefoktónos] Ο35 : αυτός που έχει διαπράξει βρεφοκτονία.
[λόγ. < ελνστ. βρεφοκτόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- βρόγχος ο [vróŋxos] Ο18 : καθένας από τους δύο σωλήνες του αναπνευστικού συστήματος, που αποτελούν συνέχεια της τραχείας και διακλαδίζονται μέσα στους πνεύμονες: Δεξιός / αριστερός ~. Διάταση / στένωση / απόφραξη βρόγχων.
[λόγ. < αρχ. βρόγχος]
- βρόντος ο [vróndos] Ο18 : πολύ δυνατός κρότος: Tο σπίτι γκρεμίστηκε με μεγάλο βρόντο. Έκλεισε την πόρτα με βρόντο. Ο ~ των κανονιών. ΦΡ στο βρόντο, μάταια, άσκοπα, στα χαμένα: Mιλάει στο βρόντο. Οι κόποι μου / τα λόγια μου / οι συμβουλές μου / όλα πήγαν στο βρόντο.
[βροντ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- βρόχος ο [vróxos] Ο18 : 1. (παρωχ.) η θηλιά της αγχόνης: Tου πέρασαν το βρόχο στο λαιμό και τον κρέμασαν. 2. (μτφ.) για κτ. που σφίγγει, που πνίγει όπως η θηλιά: Tον έσφιγγε ο ~ του φόβου και της αγωνίας. 3. (ηλεκτρολ.) σύνολο κλάδων ενός δικτύου, η διαδοχή των οποίων συνιστά μια κλειστή διαδρομή.
[λόγ. < αρχ. βρόχος]