Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε6 (πλούσιος, πλούσια, πλούσιο)
410 εγγραφές [271 - 280]
ολόισιος -α -ο [olóisxos] Ε6 : που είναι εντελώς ίσιος: Ψηλά, ολόισια κυπαρίσσια. ολόισια ΕΠIΡΡ α. εντελώς ίσια. β. κατευθείαν: Tράβηξαν ~ για το σπίτι.

[ολο- + ίσιος]

ολοκαίνουριος -α -ο [olokénurjos] Ε6 & ολοκαίνουργος -η -ο [olokénurγos] Ε5 : για να τονίσουμε την άριστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κτ. που είναι ακόμη αμεταχείριστο ή σαν αμεταχείριστο· κατακαίνουριος: Ολοκαίνουριο αυτοκίνητο / ποδήλατο / μηχανάκι.

[ολο- + καινούριος· ολο- + θ. *καινουργ- (δες στο καινουριο-) -ος]

ολονύκτιος -α -ο [oloníktios] & ολονύχτιος -α -ο [oloníxtios] Ε6 : που διαρκεί όλη τη νύχτα: Ολονύκτια συγκέντρωση / χαρτοπαιξία / διασκέδαση. Ολονύκτιο πάρτι / γλέντι.

[λόγ. < ελνστ. ὁλονύκτιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

ολύμπιος -α -ο [olímbios] Ε6 : 1. που αναφέρεται στον Όλυμπο: Ολύμπιοι Θεοί, οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Ο ~ Δίας. Nαός του Ολυμπίου Διός. || (ως ουσ.) τα Ολύμπια*. 2. ως θετικός χαρακτηρισμός ιδιότητας ή συμπεριφοράς (που αποδιδόταν στους θεούς του Ολύμπου και ιδίως στο Δία): Ολύμπια γαλήνη / αταραξία / ομορφιά. Δέχτηκε το αποτέλεσμα με ολύμπια αταραξία.

[λόγ.: 1: αρχ. Ὀλύμπιος· 2: σημδ. γαλλ. olympien]

όμβριος -α -ο [ómvrios] Ε6 : (λόγ.) στον όρο όμβρια ύδατα, βρόχινα νερά.

[λόγ. < αρχ. ὄμβριος, ὄμβρια ὕδατα `νερά της βροχής΄]

ομογάστριος -α -ο [omoγástrios] Ε6 : για αδέλφια που έχουν την ίδια μητέρα όχι όμως και τον ίδιο πατέρα· ομομήτριος· (πρβ. ετεροθαλής).

[λόγ. < αρχ. ὁμογάστριος]

όμοιος -α -ο [ómios] Ε6 : α. που διαφέρει ελάχιστα ή καθόλου από κπ. ή από κτ. άλλο, που έχει κοινά με αυτόν τα περισσότερα ή τα σημαντικότερα γνωρίσματα. ANT ανόμοιος: Δύο όμοια σπίτια / υφάσματα. Όμοιοι γραφικοί χαρακτήρες. Είναι εντελώς όμοιοι, ίδιοι. Δύο σκίτσα όμοια που όμως διαφέρουν σε κάτι. Άνθρωποι όμοιοι μεταξύ τους, στην εξωτερική εμφάνιση και κυρίως στο χαρακτήρα. || (ως ουσ.): Tέτοια κάνεις μόνο εσύ κι οι όμοιοί σου. (έκφρ.) δεν έχει τον / το όμοιό του, για κπ. ή για κτ. που έχει ορισμένη ιδιότητα, καλή ή κακή, σε πολύ έντονο βαθμό. ~ τον όμοιο, για να δηλώσουμε ότι ο καθένας προτιμά να συναναστρέφεται τον όμοιό του. (απαρχ.) ~ ομοίω αεί πελάζει*. ΠAΡ ~ τον όμοιο και η κοπριά* στα λάχανα. β. (γεωμ.) όμοια σχήματα, που έχουν τις γωνίες ίσες, μία προς μία, και τις πλευρές, που σχηματίζονται απέναντι από τις ίσες γωνίες, ανάλογες. όμοια & (λόγ.) ομοίως ΕΠIΡΡ με όμοιο τρόπο: Mιλάει ~ σε μικρούς και μεγάλους. ΦΡ ίσα* κι ~.

[αρχ. ὅμοιος· λόγ. < αρχ. ὁμοίως]

ομομήτριος -α -ο [omomítrios] Ε6 : για αδέλφια που έχουν την ίδια μητέρα όχι όμως και τον ίδιο πατέρα· ομογάστριος· (πρβ. ετεροθαλής).

[λόγ. < αρχ. ὁμομήτριος]

ομοούσιος -α -ο [omoúsios] Ε6 : (θεολ.) για να δηλωθεί η ταυτότητα της ουσίας ανάμεσα στα τρία πρόσωπα της Aγίας Tριάδας: Ο αιρετικός Άρειος δίδασκε ότι ο Yιός δεν είναι ~ με τον Πατέρα. || (ως ουσ.) το ομοούσιο, η σχετική ιδιότητα: Tο ομοούσιο της Aγίας Tριάδας.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοούσιος]

ομοπάτριος -α -ο [omopátrios] Ε6 : για αδέλφια που έχουν τον ίδιο πατέρα όχι όμως και την ίδια μητέρα· (πρβ. ετεροθαλής).

[λόγ. < αρχ. ὁμοπάτριος]

< Προηγούμενο   1... 26 27 [28] 29 30 ...41   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες