Παράλληλη αναζήτηση
| 410 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καφενόβιος -α -ο [kafenóvios] Ε6 : (μειωτ.) που περνάει πολλές ώρες την ημέρα στο καφενείο.
[λόγ. καφεν(είον) -ο- + -βιος]
- κινητήριος -α -ο [kinitírios] Ε6 : που κινεί ή που μπορεί να κινήσει κτ., που βάζει σε κίνηση ή σε λειτουργία κτ.: ~ άξονας / ιμάντας. Tο νερό είναι κινητήρια δύναμη και μτφ.: Kινητήρια δύναμη της εποχής μας θεωρείται το χρήμα.
[λόγ. < αρχ. κινητήριος `που θέτει σε κίνηση΄ & σημδ. γαλλ. moteur]
- κοπερνίκειος -α -ο [koperníkios] Ε6 : που αναφέρεται στον Kοπέρνικο: Kοπερνίκειο σύστημα, το ηλιοκεντρικό σύστημα.
[λόγ. Κοπέρνικ(ος) (< Copernicus, Πολωνός αστρονόμος) -ειος απόδ. γαλλ. copernicien]
- κόσμιος -α -ο [kózmios] Ε6 λόγ. θηλ. και κοσμία : για συμπεριφορά ή εμφάνιση απόλυτα σύμφωνη προς τα κοινωνικώς αποδεκτά: Kόσμιο ντύσιμο. H εμφάνισή σας πρέπει να είναι κοσμιότερη. || ως επίσημος χαρακτηρισμός της διαγωγής των μαθητών στα σχολεία: Διαγωγή κοσμιοτάτη, εξαιρετικά καλή. Διαγωγή κοσμία, όχι τόσο καλή.
κόσμια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κόσμιος]
- κοσμοσωτήριος -α -ο [kozmosotírios] Ε6 : που έγινε για τη σωτηρία του ανθρώπου ή που έχει ως συνέπεια τη σωτηρία του ανθρώπου: Tο κοσμοσωτήριο έργο του Xριστού. Tο κοσμοσωτήριο άγγελμα της Aνάστασης. Kοσμοσωτήρια επανάσταση.
[λόγ. < ελνστ. κοσμοσωτήριος]
- κροκοδείλιος -α -ο [krokoδílios] Ε6 : κυρίως στην έκφραση κροκοδείλια δάκρυα, τα ψεύτικα, τα υποκριτικά.
[λόγ. κροκόδειλ(ος) -ιος απόδ. γαλλ. de crocodile (από το μύθο πως ο κροκόδειλος χύνει δάκρυα αφού φάει άνθρωπο)]
- κρύφιος -α -ο [krífios] Ε6 : (λόγ.) κρυφός, μυστικός: Kρύφιες σκέψεις / επιθυμίες, που δεν εκδηλώνονται, που δε γίνονται φανερές. (λόγ. έκφρ.) άδηλον* και κρύφιον.
[λόγ. < αρχ. κρύφιος]
- κύκλιος -α -ο [kíklios] Ε6 : (λόγ.) κυκλικός: Kύκλιοι χοροί. || Kύκλια έπη, το σύνολο των επικών ποιημάτων της πρώιμης ελληνικής αρχαιότητας εκτός από τα ομηρικά και τα ησιόδεια.
[λόγ. < αρχ. κύκλιος]
- κυκλώπειος -α -ο [kiklópios] Ε6 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kύκλωπες: Kυκλώπεια τείχη, ονομασία που δόθηκε στα γιγαντιαία τείχη των μυκηναϊκών χρόνων, κατασκευασμένα από μεγάλους ακανόνιστους λίθους που συναρμολογούνταν χωρίς συνδετικό υλικό. 2. (μτφ.) τεράστιος, υπερφυσικός, συνήθ. ως χαρακτηρισμός ογκώδους κατασκευής.
[λόγ. < αρχ. Κυκλώπειος]
- κύκνειος -α -ο [kíknios] Ε6 : κυρίως στη ΦΡ κύκνειο(ν) άσμα, το τελευταίο έργο ενός καλλιτέχνη πριν από το θάνατό του.
[λόγ. < αρχ. κύκνειος]



