Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε6 (πλούσιος, πλούσια, πλούσιο)
410 εγγραφές [161 - 170]
επιλόχειος -α -ο [epilóxios] Ε6 : (ιατρ.) που αναφέρεται στη λοχεία: Ο ~ πυρετός, λοίμωξη τμήματος των γεννητικών οργάνων της γυναίκας που συμβαίνει ύστερα από τοκετό ή από άμβλωση.

[λόγ. επι- λοχεί(α) -ος (πρβ. αρχ. λόχιος `της γέννας΄)]

επινεφρίδιος -α -ο [epinefríδios] Ε6 : (λόγ., ανατ.) που βρίσκεται πάνω στους νεφρούς: Επινεφρίδιοι αδένες και ως ουσ. τα επινεφρίδια, ονομασία των δύο ενδοκρινών αδένων που ανά ένας βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό.

[λόγ. < αρχ. ἐπινεφρίδιος]

επινίκιος -α -ο [epiníkios] Ε6 : που γίνεται στα πλαίσια του πανηγυρισμού ορισμένης νίκης: Επινίκιες γιορτές / εκδηλώσεις. || (εκκλ.): ~ ύμνος. || (ως ουσ.) τα επινίκια, εορτασμός της νίκης.

[λόγ. < αρχ. ἐπινίκιος]

επιούσιος -α -ο [epiúsios] Ε6 : μόνο στην έκφραση ο ~ (άρτος), το καθημερινό ψωμί και με επέκταση τα απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του ανθρώπου: Δουλεύει / αγωνίζεται για τον επιούσιο. Kερδίζει τον επιού σιο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιούσιος]

επιστήθιος -α -ο [epistíθios] Ε6 : α.(λόγ.) που φοριέται πάνω στο στήθος: ~ σταυρός, που φορούν οι επίσκοποι ως ενδεικτικό του βαθμού τους. β. (μτφ.) πολύ αγαπητός: ~ φίλος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιστήθιος]

επιτάφιος -α -ο [epitáfios] Ε6 : 1α.που τοποθετείται επάνω σε τάφο: Ένας ~ σταυρός. Επιτάφια πλάκα. β. που γίνεται στον τάφο ιδίως κατά την ώρα της ταφής: Επιτάφιες τελετές. Ο επιτάφιος λόγος του Θουκυδίδη / Λυσία. || (ως ουσ.) ο επιτάφιος: Στον επιτάφιο θαυμάζεις το μεγαλείο του Θουκυδίδη. 2α. Επιτάφιος Θρήνος και ως ουσ. ο Επιτάφιος, τμήμα της ιερής ακολουθίας που ψάλλεται κατά τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής και με επέκταση ολόκληρη η ακολουθία αυτή: H ακολουθία του Επιταφίου. β. (ως ουσ.) ο Επιτάφιος: β1. ύφασμα επάνω στο οποίο είναι κεντημένη ή ζωγραφισμένη η παράσταση του νεκρού Xριστού και συνήθ. προσώπων που σχετίζονται με την ταφή του. β2. το ειδικό κουβούκλιο, μέσα στο οποίο τοποθετείται ο Επιτάφιος κατά τη Mεγάλη Παρασκευή: Στολίζουν / προσκυνούν τον Επιτάφιο. Λουλούδια για / από τον Επιτάφιο. Περιφορά του Επιταφίου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιτάφιος· 2: μσν. σημ.]

επιτήδειος -α -ο [epitíδios] Ε6 : 1α.(λόγ.) κατάλληλος για κτ. β. (για πρόσ.) που είναι ικανός για κτ., επιδέξιος σε κτ.: ~ άνθρωπος. Ήταν πιο ~ στο παιχνίδι από όλους τους συνομηλίκους του. 2. (ως ουσ.) ο επιτήδειος, θηλ. επιτήδεια, μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που ενεργεί και πετυχαίνει τους στόχους του στα πλαίσια της κοινωνίας με ανορθόδοξα μέσα: Έγιναν διευθυντές / πήραν προαγωγές οι επιτήδειοι όχι οι ικανοί και οι άξιοι. επιτήδεια ΕΠIΡΡ με επιτηδειότητα.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτήδειος `κατάλληλος για κπ. σκοπό΄ & σημδ. γαλλ. habile]

επιτόπιος -α -ο [epitópios] Ε6 : 1.που γίνεται επιτόπου, στην ίδια θέση ή περιοχή: Διατάχτηκε επιτόπια έρευνα. Προϊόντα για επιτόπια κατανάλωση. 2. (λόγ.) τοπικός. επιτόπια & (λόγ.) επιτοπίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτόπιος· λόγ. < μσν. επιτοπίως < επιτόπι(ος) -ως]

επιτραπέζιος -α -ο [epitrapézios] Ε6 : που είναι κατάλληλος για να τοποθετείται και να χρησιμοποιείται επάνω σε τραπέζι: Επιτραπέζιο ρολόι / ημερολόγιο. Επιτραπέζιο παιχνίδι και ως ουσ. το επιτραπέζιο. || ειδικά για το τραπέζι του φαγητού: Επιτραπέζια σκεύη, για πιάτα, μαχαιροπίρουνα κτλ. Επιτραπέζια ποτά, που πίνονται κατά την ώρα του φαγητού. ~ οίνος, που προορίζεται για άμεση κατανάλωση. Επιτραπέζια σταφύλια, που είναι κατάλληλα μάλλον για φάγωμα παρά για οινοποίηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτραπέζιος `πάνω σε τραπέζι΄ & σημδ. γαλλ. de table]

επιτύμβιος -α -ο [epitímvios] Ε6 : (αρχαιολ.) που τοποθετούνταν επάνω σε τύμβο ή σε τάφο· (πρβ. επιτάφιος): Επιτύμβια πλάκα / στήλη / επιγραφή. Επιτύμβιο άγαλμα / μνημείο / επίγραμμα. Επιτύμβια ανάγλυφα.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτύμβιος]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...41   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες