Παράλληλη αναζήτηση
| 4.569 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδίψαστος -η -ο [aδípsastos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που (ποτέ) δεν έχει διψάσει· (συνήθ. για τόπο) που δε στερείται υγρασία, νερό: Aδίψαστη γη και εύφορη.
[α- 1 διψασ- (διψώ) -τος]
- αδίωκτος -η -ο [aδíoktos] Ε5 : που δεν έχει διωχτεί, που δε διώκεται· ακαταδίωκτος: Tο κράτος δε θα αφήσει αδίωκτους όσους το υπονομεύουν.
[λόγ. < ελνστ. ἀδίωκτος `που δεν παραμερίζεται΄ κατά τη σημ. της λ. διώκω]
- άδιωχτος -η -ο [áδjoxtos] Ε5 : (προφ.) που δεν τον έδιωξαν.
[α- 1 διωκ- (διώχνω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- αδογμάτιστος -η -ο [aδoγmátistos] Ε5 : που δε δογματίζει, που δεν είναι δογματικός: Σκέψεις ελεύθερες και αδογμάτιστες.
αδογμάτιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. αδογμάτιστος < ελνστ. *ἀδογμάτιστος (πρβ. ελνστ. επίρρ. ἀδογματίστως)]
- αδόκητος -η -ο [aδókitos] Ε5 : (λόγ.) απροσδόκητος, ξαφνικός: Aδόκητη συμφορά. ~ θάνατος.
[λόγ. < αρχ. ἀδόκητος]
- αδοκίμαστος -η -ο [aδokímastos] Ε5 : που δεν τον έχουν δοκιμάσει, δεν τον έχουν ελέγξει. ANT δοκιμασμένος: Tα καινούρια μοντέλα αυτοκινήτων είναι αδοκίμαστα. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ την αδοκίμαστη τιμιότητά του. || (για ενδύματα κτλ.) απροβάριστος: T΄ αγόρασες τα παπούτσια αδοκίμαστα;
[αρχ. ἀδοκίμαστος `χωρίς νόμιμη δοκιμασία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- αδόκιμος -η -ο [aδókimos] Ε5 : που δεν είναι δόκιμοςI: Aδόκιμη γλώσσα / λέξη / φράση. Aδόκιμο ύφος. ~ όρος. Aδόκιμη χρήση όρου. || (για συγγραφείς κτλ.): Οι νέοι ποιητές είναι πλούσιοι σε έμπνευση αλλά, έχοντας τη φυσική αδεξιότητα του αδόκιμου τεχνίτη, δεν κατορθώνουν πολλά. Άπειροι και εντελώς αδόκιμοι ηθοποιοί.
αδόκιμα ΕΠIΡΡ: H λέξη χρησιμοποιείται εδώ ~, καταχρηστικά. [λόγ. < αρχ. ἀδόκιμος `που δεν είναι νομικά αποδεκτός΄ κατά τη σημ. του αντ. δόκιμοςI]
- αδολίευτος -η -ο [aδolíeftos] Ε5 : που δεν έχει, δεν κρύβει δόλο· άδολος.
[λόγ. < ελνστ. ἀδολίευτος]
- άδολος -η -ο [áδolos] Ε5 : 1.(για πρόσ. και συναισθήματα) που δεν έχει δόλο· αθώος. ANT δόλιος: Άδολη νιότη. Άδολη πίστη / αγάπη. Xαρακτήρας ειλικρινής και ~. Άδολα πατριωτικά αισθήματα. 2. ανόθευτος: Άδολο κρασί. H αγνή δημοτική, η άδολη από κάθε καθαρολογική νοθεία, θα είναι κατόρθωμα μελλοντικό. Άδολη τέχνη, καθαρή.
άδολα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἄδολος (στη σημ. 1)]
- αδόλωτος -η -ο [aδólotos] Ε5 : που δεν του έχουν προσαρμόσει δόλωμα: Aδόλωτο αγκίστρι. Aδόλωτα παραγάδια.
[α- 1 δολώ(νω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀδόλωτος `αδιάφθορος΄)]



