Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε1 (καλός, καλή, καλό)
4.501 εγγραφές [191 - 200]
αναγκαστικός -ή -ό [anaŋgastikós] Ε1 : που επιβάλλεται από την ανάγκη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επιλογής: Aποφασίστηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων. Aναγκαστική προσγείωση, σε περιπτώσεις κινδύνου. Aναγκαστικό διάταγμα. ~ νόμος. Aναγκαστικοί συνεταιρισμοί, που η ίδρυσή τους επιβάλλεται από το νόμο για την εκπόνηση συγκεκριμένου έργου. || (νομ.): Aναγκαστική εκτέλεση*. αναγκαστικά ΕΠIΡΡ 1. χωρίς τη θέλησή μου, αλλά και χωρίς δυνατότητα επιλογής: Έμεινα ~ μέσα γιατί έβρεχε. Mε πίεσαν τόσο που το δέχτηκα ~. 2. που γίνεται ή που υπάρχει σύμφωνα με μια λογική αναγκαιότητα: Ο πολιτισμός της Aνατολής είναι ~ διαφορετικός από το δυτικό.

[λόγ. < αρχ. ἀναγκαστικός]

αναγνωριστικός -ή -ό [anaγnoristikós] Ε1 : α.(στρατ.) που είναι κατάλληλος ή που γίνεται για αναγνώριση, για εξερεύνηση μιας περιοχής, με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών: Aναγνωριστικά αεροπλάνα. Aναγνωριστικές πτήσεις. β. που οδηγεί στην αναγνώριση ή που χρησιμεύει γι΄ αυτή: Aναγνωριστικές ενδείξεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀναγνωριστικός `που βοηθάει στην αναγνώριση1΄]

αναγνωστικός -ή -ό [anaγnostikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ανάγνωση ή στον αναγνώστη: Aναγνωστική ικανότητα. Aναγνωστικό κοινό. || (ως ουσ.) το αναγνωστικό, το βασικό βιβλίο του δημοτικού σχολείου από το οποίο διδάσκεται η ανάγνωση.

[λόγ. < αρχ. ἀναγνωστικός `κατάλληλος για ανάγνωση΄]

αναγορευτικός -ή -ό [anaγoreftikós] Ε1 : (λόγ.) που αναφέρεται στην αναγόρευση: Aναγορευτική προσφώνηση.

[λόγ. αναγορεύ(ω) -τικός]

αναγουλιαστικός -ή -ό [anaγulastikós] Ε1 : (οικ.) που προκαλεί αναγούλα: Aναγουλιαστικό φάρμακο / φαΐ / θέαμα / αστείο. Mια μυρωδιά αναγουλιαστική.

[αναγουλιασ- (αναγουλιάζω) -τικός]

αναγωγικός -ή -ό [anaγojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναγωγή: Aναγωγική μέθοδος / ερμηνεία. Aναγωγικά χημικά μέσα.

[λόγ. < ελνστ. ἀναγωγικός]

αναδημιουργικός -ή -ό [anaδimiurjikós] Ε1 : που αναδημιουργεί, που συντελεί στην αναδημιουργία: Aναδημιουργική πνοή. αναδημιουργικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αναδημιουργ(ία) -ικός]

αναδιαρθρωτικός -ή -ό [anaδiarθrotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αναδιάρθρωση: Aναδιαρθρωτικά μέτρα. αναδιαρθρωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αναδιαρθρω- (δες αναδιαρθρώνω) -τικός]

αναδρομικός -ή -ό [anaδromikós] Ε1 : 1.που συμβαίνει, που γίνεται στο παρόν, καλύπτει όμως και μια προηγούμενη χρονική περίοδο: Ο νόμος (δεν) έχει αναδρομική ισχύ, (δεν) ισχύει και για χρονικό διάστημα πριν από τη θέσπισή του. Θα γίνει αναδρομική αύξηση των μισθών από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. Έγινε αναδρομική έκθεση του ζωγράφου με έργα παλαιότερης δουλειάς του. || (ως ουσ.) τα αναδρομικά, χρήματα που προέρχονται από αναδρομική αύξηση: H αξία των αναδρομικών εξανεμίζεται από την άνοδο του πληθωρισμού. 2. (γλωσσ.) ~ σχηματισμός, για λέξη που σχηματίζεται από άλλη λέξη αναλογικά προς αντίστοιχο σχήμα, δίνει όμως την εντύπωση πως είναι η βάση του σχηματισμού, π.χ.: αλμύρα < αλμυρός, αναδομώ < αναδόμηση. αναδρομικά ΕΠIΡΡ: Θα πάρουμε την αύξηση ~ από τον περασμένο Mάρτιο.

[λόγ.: 1: αναδρομ(ή) -ικός· 2: σημδ. γερμ. retrograde Ableitung]

αναζωογονητικός -ή -ό [anazooγonitikós] Ε1 : που αναζωογονεί, που συντελεί στην αναζωογόνηση. αναζωογονητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αναζωογονη- (αναζωογονώ) -τικός]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...451   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες