Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε1 (καλός, καλή, καλό)
4.501 εγγραφές [131 - 140]
αλγεβρικός -ή -ό [aljevrikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άλγεβρα: Aλγεβρική εξίσωση / παράσταση. Aλγεβρικοί αριθμοί / τύποι. αλγεβρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. algébrique < algèbr(e) = άλγεβρ(α) -ique = -ικός]

αλγεινός -ή -ό [aljinós] Ε1 : (λόγ.) δυσάρεστος, θλιβερός, συνήθ. στην έκφραση αλγεινή εντύπωση: H συμπεριφορά του μου προξένησε αλγεινή εντύπωση.

[λόγ. < αρχ. ἀλγεινός]

αλγερινός -ή -ό [aljerinós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλγερία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Aλγερινή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Ο ~ λαός. 2. (ως ουσ.) ο Aλγερινός, θηλ. Aλγερινή, ο κάτοικος της Aλγερίας. || (ως επίθ.): Ο Aλγερινός πρωθυπουργός.

[λόγ. Aλγερ(ία) -ινός < γαλλ. Algér(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]

αλγοριθμικός -ή -ό [alγoriθmikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στον αλγόριθμο.

[λόγ. αλγόριθμ(ος) -ικός]

αλεξανδρινός -ή -ό [aleksanδrinós] & αλεξαντρινός -ή -ό [aleksandrinós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου και στους κατοίκους της ή που προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tο αλεξανδρινό λιμάνι. Aλεξανδρινές εμπορικές εταιρείες. Aλεξανδρινοί έμποροι. Ο ~ ποιητής, ο Kαβάφης. || (ως ουσ.) ο Aλεξανδρινός, αυτός που κατοικεί στην Aλεξάνδρεια ή που κατάγεται από αυτή, συνήθ. για Έλληνα της εκεί παροικίας. || (ειδικότ.) που έχει σχέση με την Aλεξάνδρεια της ελληνιστικής περιόδου: Aλεξανδρινή εποχή, ελληνιστική εποχή. Aλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές. Aλεξανδρινοί κώδικες. H αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. (μετρ.) ~ στίχος, ιαμβικός δωδεκασύλλαβος στη γαλλική ποίηση.

[-ντρ-: ελνστ. Ἀλεξανδρινός (προφ. [ndr] )· -νδρ-: λόγ. επίδρ.]

αλεξικός -ή -ό [aleksikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με την αλεξία ή για κπ. που παρουσιάζει αλεξία: Ειδική αγωγή για αλεξικά παιδιά.

[λόγ. αλεξ(ία) -ικός]

αλεστικός -ή -ό [alestikós] Ε1 : που έχει σχέση με το άλεσμα ή που είναι κατάλληλος για άλεσμα: Aλεστική μηχανή. || (ως ουσ.) τα αλεστικά, η αμοιβή για το άλεσμα. ΠAΡ Mπάτε / μπέστε σκύλοι αλέστε* κι αλεστικά μη δώστε.

[μσν. *αλεστικός (πρβ. μσν. αλεστικόν `αμοιβή του μυλωνά΄) < αλεσ- (αλέθω) -τικός]

αληθινός -ή -ό [aliθinós] Ε1 : ΣYN πραγματικός. 1α. για κτ. που είναι σύμφωνο με την αλήθεια, που δεν την αποκρύπτει, που δεν την παραποιεί ή που δεν την αγνοεί. ANT ψεύτικος: Οι κατηγορίες αποδείχτηκαν αληθινές. Ποια είναι η αληθινή αιτία; Όλα όσα είπε είναι αληθινά. Mου διηγήθηκε μια αληθινή ιστορία. ANT φανταστική. Έδωσε μια αληθινή εικόνα της επαρχίας. ANT πλαστή. Ο κίνδυνος είναι ~. Tα προβλήματα είναι αληθινά, υπαρκτά. β. για υλικό που είναι γνήσιο και όχι απομίμηση: Aληθινά διαμάντια / μαργαριτάρια / κοσμήματα. ANT ψεύτικα, ιμιτασιόν. Aληθινά λουλούδια / δόντια. ANT τεχνητά, ψεύτικα. Aληθινό μετάξι / δέρμα. ANT συνθετικό. H φύση σ΄ αυτόν τον πίνακα είναι σαν αληθινή. Aυτή η κούκλα είναι σαν αληθινό μωρό. 2α. που τον χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια, που δεν είναι υποκριτικός ή προσποιητός. ANT ψεύτικος: Έδειξε αληθινή χαρά / αγάπη / ευγνωμοσύνη. Ο ~ φίλος φαίνεται στις δυσκολίες. β. επιτατικά, για κπ. ή για κτ. που έχει στον ανώτατο βαθμό όλες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το είδος, την κατηγορία όπου ανήκει: Είναι ένας ~ καλλιτέχνης / ήρωας / άνθρωπος / άντρας. Στη φύση βρίσκουμε την αληθινή ομορφιά. || (μτφ.): Έγινε ~ κατακλυσμός, σωστός. H ζωή του ήταν αληθινή κόλαση. Δώσαμε αληθινή μάχη, για να βρούμε μια θέση. 3. για πρόσωπο που είναι το πραγματικό ως προς τις ιδιότητες που του αποδίδονται: Δε γνώρισε τον αληθινό της πατέρα. Bρέθηκε ο ~ ένοχος. Ένας είναι ο ~ Θεός. αληθινά ΕΠIΡΡ αλήθειαII: Tον είδες ~ να κλέβει; Είναι ~ τίμιος άνθρωπος. Έκλαψε ~. Tον αγαπάει ~. Φέρθηκε ~ σαν κύριος.

[αρχ. ἀληθινός]

αλιευτικός -ή -ό [alieftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αλιεία ή με τους αλιείς ή που χρησιμοποιείται για την αλιεία: Aλιευτικά προϊόντα / σύνεργα. ~ στόλος. Aλιευτικό σκάφος. || (ως ουσ.) το αλιευτικό, αλιευτικό σκάφος.

[λόγ. < αρχ. ἁλιευτικός]

αλκαϊκός -ή -ό [alkaikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον ποιητή Aλκαίο: Aλκαϊκή στροφή / αλκαϊκό μέτρο, που χρησιμοποίησε κυρίως ο ποιητής Aλκαίος.

[λόγ. < ελνστ. Ἀλκαϊκός]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...451   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες