προτυπικότητα / πρωτοτυπικότητα [prototypicality]

προτυπικότητα / πρωτοτυπικότητα [prototypicality]

Η θεωρία της προτυπικότητας είναι θεωρία εννοιακής δομής και συγκεκριμένα εννοιακής κατηγοριοποίησης , ευρύτατα αποδεκτή στη γνωσιακή γλωσσολογία αλλά και σε αυξανόμενο αριθμό άλλων θεωριών. Στηρίζεται σε διαπιστώσεις που ανάγονται στη γνωσιακή ψυχολογία από τη δεκαετία του '70 (Rosch 1973∙ Rosch & Mervis 1975) αλλά συνδέεται και με την ανθρωπογλωσσολογική έρευνα (Berlin & Kay 1969), με κοινωνιογλωσσολογικές μελέτες (Labov 1973) και φιλοσοφικές απόψεις για τη γλώσσα ως χρήση («ύστερος» Wittgenstein). Το κοινό σημείο τόσο διαφορετικών θεωριών είναι η αμφισβήτηση της κλασικής, αριστοτελικής προσέγγισης της κατηγοριοποίησης σύμφωνα με την οποία για να αποτελεί ένα αντικείμενο μέλος μιας κατηγορίας (για να είναι κάτι αδιαμφισβήτητα τραπέζι, για παράδειγμα) πρέπει να ικανοποιεί ένα σύνολο αναγκαίων και ικανών συνθηκών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχει συγκεκριμένες, σταθερές και σαφώς προσδιορισμένες ιδιότητες, κάθε μία από τις οποίες είναι απολύτως αναγκαία, και οι οποίες στο σύνολό τους είναι επαρκείς ώστε να συμμετέχει νόμιμα στην έκταση του όρου τραπέζι (στο σύνολο των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου που ονομάζουμε τραπέζια). Με αυτή τη βάση όλα τα μέλη μιας κατηγορίας είναι ισότιμα και τα όρια κάθε κατηγορίας είναι σαφή.

Η θεωρία της προτυπικότητας διαπιστώνει, αντίθετα, ότι μόνον λίγες λέξεις αντιστοιχούν σε κατηγορίες με σαφή όρια και περιγράφονται με ιδιότητες που αποτελούν αναγκαίες και ικανές συνθήκες. Πρόκειται μάλιστα κυρίως για όρους από επιστημονικούς χώρους (τρίγωνο, θηλαστικό). Αντίθετα, οι περισσότερες λέξεις αντιστοιχούν σε κατηγορίες με ασαφή ή δυσδιάκριτα όρια, τα μέλη των οποίων δεν ικανοποιούν τα ίδια κριτήρια, είτε γιατί εμφανίζουν απλώς οικογενειακή ομοιότητα είτε γιατί κάποια είναι πιο τυπικά (πιο χαρακτηριστικά) της κατηγορίας και άλλα λιγότερο κεντρικά και πιο περιθωριακά. Η λέξη παιχνίδι είναι το κλασικό παράδειγμα οικογενειακής ομοιότητας: ενώ οι δραστηριότητες που ονομάζουμε παιχνίδια εμφανίζουν ιδιότητες όπως «για διασκέδαση», «κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει», «εμπλέκονται περισσότερα του ενός άτομα», «λειτουργούν αυθαίρετοι κανόνες» κλπ., οι ιδιότητες αυτές δεν χαρακτηρίζουν ως σύνολο όλα τα παιχνίδια, αλλά κάποια/ες ιδιότητα /ες τα συνδέουν ανά δύο ή περισσότερα μεταξύ τους.

Η θεωρία προτύπων ενσωματώνει την οικογενειακή ομοιότητα και προσθέτει ότι οι προτυπικές κατηγορίες έχουν εσωτερική δομή και εμφανίζουν διαβάθμιση τυπικότητας. Η σχετική έρευνα απέδειξε ότι, ενώ οι κρίσεις των ομιλητών για τα «κεντρικά» δείγματα χρωμάτων (καθαρό κόκκινο) είναι ομοιογενείς και ανεξάρτητες περίστασης, οι κρίσεις για τα περιθωριακά δείγματα (μεταξύ κόκκινου και πορτοκαλί) δεν είναι. Αντίστοιχα, οι κρίσεις των ομιλητριών για το αν κάποιο σχέδιο απεικονίζει ποτήρι, φλυτζάνι, μπολ, βάζο κλπ. εμφανίζουν συμφωνία για ορισμένα (τυπικά) δείγματα και διαφωνία για τα υπόλοιπα. Επιπλέον, διαφοροποιούνται με βάση πρόσθετες πληροφορίες ως προς το υλικό του δοχείου και το περιεχόμενό του. Πολιτισμικού περιεχομένου ιδιότητες παίζουν καθοριστικό ρόλο και στην επιλογή του τυπικού εκπροσώπου φυσικών κατηγοριών: το φοινικόδεντρο είναι κεντρικό παράδειγμα δέντρου για αραβικές γλωσσικές κοινότητες αλλά περιθωριακό για ευρωπαϊκές. Όμως η εξοικείωση δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα (ούτε καν τον πιο σημαντικό). Η κότα δεν κρίνεται τυπικό δείγμα της κατηγορίας «πουλί» (προφανώς γιατί δεν πετάει) και η γαλοπούλα κρίνεται ως ακόμη πιο περιφεριακό μέλος, παρόλο που για πολλούς από τους συμμετέχοντες σε τέτοια πειράματα είναι πιο οικεία πουλιά από τους αετούς, που εμφανίζουν ψηλό βαθμό τυπικότητας.

Η ασάφεια των ορίων μιας κατηγορίας μπορεί να αφορά διαφορετικές ιδιότητες. Τα δέντρα, για παράδειγμα, δεν διακρίνονται απόλυτα από τους θάμνους και τα βουνά από τους λόφους εκτός κι αν είναι τυπικά μέλη της κατηγορίας τους, ενώ συγχρόνως τα βουνά και τα γόνατα έχουν δυσδιάκριτα όρια και ως προς τα σημεία από τα οποία αρχίζουν και τελειώνουν.

Η θεωρία αναγνωρίζει διαφορετικές ιδιότητες κατά επίπεδο κατηγοριοποίησης (βάσει της γενικότητας/περιεκτικότητας των κατηγοριών) και αποδίδει ιδιαίτερο βάρος στην κατηγορία βασικού επιπέδου. Το «έπιπλο» (υπερκείμενο επίπεδο) είναι γενικότερη/περιεκτικότερη κατηγορία από το «τραπέζι» (βασικό επίπεδο) που είναι γενικότερη από την κατηγορία «τραπέζι του μπριτζ» (υποκείμενο επίπεδο).

Στην καθαρά γλωσσολογική έρευνα, το κλασικό παράδειγμα προτυπικής κατηγορίας είναι το εργένης, του οποίου ο παραδοσιακός ορισμός (ΕΝΗΛΙΚΟΣ - ΑΝΔΡΑΣ - ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙ ΠΟΤΕ) θα επέτρεπε να θεωρηθούν μέλη της κατηγορίας «εργένης» άτομα όπως ένας καθολικός παπάς, ένας εξηντάχρονος ομοφυλόφιλος, ένας δεκαεννιάχρονος νεαρός, στους οποίους όμως η γλωσσική κοινότητα δεν θα αναφερόταν ως εργένηδες. Προτυπική δομή έχει ανιχνευθεί και σε κατηγορίες που εκφράζονται γλωσσικά με ρήματα (π.χ. ψεύδομαι, τρέχω), προθέσεις ή και συνδέσμους (και).

E. Aντωνοπούλου

Πηγές

  • Βελούδης, Γ. 2005β. Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσa. Αθήνα: Κριτική.
  • Berlin, B. & Kay, P. 1969. Basic Color Terms: Their Universality and Evolution. Berkeley: University of California Press.
  • Labov, W. 1973. The boundaries of words and their meanings. Στο New Ways of Analyzing Variation in English, επιμ. C.-J. N Bailey & R. W. Shuy, 340-373. Washington DC: Georgetown University Press.
  • Lakoff, G. 1987. Women, Fire and Dangerous Things: What Categories Reveal about the Mind. Chicago: University of Chicago Press.
  • Rosch, E. H. 1973. Natural Categories. Cognitive Psychology 4:328-350.
  • Rosch, E. H. & C. B. Mervis. 1975. Family resemblances: Studies in the internal structure of categories. Cognitive Psychology 7:573-605.
  • Wittgenstein, L. 1953. Philosophical Investigations. Οξφόρδη: Blackwell.