γλώσσες [glosses]

γλώσσες [glosses]

Όρος που στην ελληνική λογοτεχνική κριτική σήμαινε λέξεις ή εκφράσεις που δεν ανήκουν στην ομιλούμενη γλώσσα αλλά σε διάλεκτο , λογοτεχνική ή μη (Αριστ. Ποιητ. 1458b32), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι νεολογισμοί ή μεταφορές . Ήδη οι ομηρικές «γλώσσες» προκάλεσαν το ενδιαφέρον των σοφιστών, ενώ η φιλοσοφική ενασχόληση με τη γλώσσα τον 5ο αιώνα και οι μελέτες της περιπατητικής σχολής τους επόμενους δύο αιώνες ενίσχυσαν το ενδιαφέρον για τις διαλέκτους και κατά συνέπεια για τις «γλώσσες» τους. Στο πλαίσιο του Αττικισμού ενισχύθηκε αυτή η τάση μέσα από τη σύνταξη λεξικών όπου καταγράφονταν αποκλειστικά αττικές «γλώσσες». Οι «γλώσσες» των αρχαίων λεξικογράφων μάς δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για λαούς που δεν χρησιμοποίησαν τη γραφή αλλά ήρθαν σε επαφή με τα ελληνικά φύλα (όπως ο Ησύχιος για τους Θράκες, τους Ιλλυριούς, τους Φρύγες κ.ά.), ενώ βασική ήταν και η συμβολή τους στη λογοτεχνική κριτική και την εν γένει φιλολογική δραστηριότητα. Στη συνέχεια, τα λήμματα λατινικών κειμένων μαζί με τις σημειώσεις/ερμηνείες των δασκάλων στον Μεσαίωνα αποτελούσαν τις glossae collectae που τοποθετούνταν στο μισό λευκό της σελίδας ενός χειρογράφου, ενώ το επόμενο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν πολλές «γλώσσες» από διαφορετικά κείμενα και να δημιουργηθεί έτσι ένα ευρύτερο γλωσσάρι.

Μ. Χρίτη

Πηγές

  • Asher, R. E., επιμ. 1994. The Encyclopedia of Language and Linguistics. 10 τόμ. Οξφόρδη & Νέα Υόρκη: Pergamon Press.
  • Hornblower, S. & A. Spawforth, επιμ. 1996. The Oxford Classical Dictionary. Οξφόρδη: Oxford University Press.

 

Πεδίο

λεξικογραφία