γλωσσίδα [glottis]

γλωσσίδα [glottis]

Το άνοιγμα που υπάρχει ανάμεσα στις φωνητικές χορδές. Δεν πρόκειται δηλαδή για όρο που αναφέρεται σε ιδιαίτερο ανατομικό όργανο αλλά στη θέση που έχουν μια συγκεκριμένη στιγμή οι φωνητικές χορδές. Όταν οι φωνητικές χορδές προσεγγίζουν η μία την άλλη, η γλωσσίδα είναι κλειστή· όταν οι φωνητικές χορδές, αντίθετα, απομακρύνονται η μία από την άλλη, η γλωσσίδα είναι ανοιχτή.

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)

 

Πεδίο

φωνητική