ισόγλωσσα [isoglosses]

ισόγλωσσα [isoglosses]

Τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία εμφανίζεται ένα γλωσσικό φαινόμενο (π.χ. η ουράνωση). Τα όρια αυτά αναπαρίστανται ως γραμμές σε γλωσσικούς άτλαντες . Η συγκέντρωση των ισογλώσσων δηλώνει τα όρια μιας διαλέκτου .

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)