Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.569 εγγραφές [4401 - 4410] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαιοκίτρινος -η -ο [feokítrinos] Ε5 : που έχει χρώμα ανάμεσα στο φαιό και στο κίτρινο.
[λόγ. φαι(ός) -ο- + κίτρινος]
- φαιοκόκκινος -η -ο [feokókinos] Ε5 : που έχει χρώμα ανάμεσα στο φαιό και στο κόκκινο.
[λόγ. φαι(ός) -ο- + κόκκινος]
- φαιοπράσινος -η -ο [feoprásinos] Ε5 : που έχει χρώμα ανάμεσα στο φαιό και στο πράσινο: Στρατιωτική στολή / φόρμα φαιοπράσινη.
[λόγ. φαι(ός) -ο- + πράσινος]
- φακίρικος -η -ο [fakírikos] Ε5 & φακιρικός -ή -ό [fakirikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φακίρη: Έκανε διάφορα φακιρικά κόλπα || (ως ουσ.) τα φακιρικά, οι υπερφυσικές πράξεις των φακίρηδων, οι ταχυδακτυλουργίες και τα τεχνάσματα των θαυματοποιών: Kατάπινε φλόγες, έτρωγε γυαλιά και εκτελούσε πολλά άλλα φακιρικά.
[φακίρ(ης) -ικος· λόγ. φακίρ(ης) -ικός]
- φαναριώτικος -η -ο [fanarjótikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φαναριώτες ή στο Φανάρι: H φαναριώτικη αριστοκρατία.
[Φαναριώτ(ης) -ικος]
- φανερόγαμος -η -ο [faneróγamos] Ε5 : (βοτ.) συνήθ. ως ουσ. τα φανερό γαμα, φυτά με εμφανή τα όργανα με τα οποία πολλαπλασιάζονται. ANT κρυπτόγαμα.
[λόγ. < γαλλ. phanérogame < phanéro- = φανερο- + αρχ. γάμ(ος) -ος]
- φανταρίστικος -η -ο [fandarístikos] Ε5 : (οικ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε στρατιώτη. || (ως ουσ.) τα φανταρίστικα, η στολή των στρατιωτών.
[φαντάρ(ος) -ίστικος]
- φαντασιόπληκτος -η -ο [fandasiópliktos] Ε5 : που σκέφτεται, που ενεργεί και, γενικά, που ζει με βάση τη φαντασία, χωρίς επαφή με την πραγματικότητα.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. φαντασιοπλήκτ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- φαρδομάνικος -η -ο [farδománikos] Ε5 : 1. που έχει φαρδιά μανίκια: Φόρε μα / πουκάμισο / πουλόβερ φαρδομάνικο. 2. (προφ., ως ουσ.) το φαρδομάνικο: α. φαρδύ μανίκι ενδύματος (ιδ. ράσου). β. ένδυμα με φαρδιά μανίκια ή και φαρδύ ένδυμα, κυρίως για τα ράσα.
[φαρδ(ύς) -ο- + μανίκ(ι) -ος]
- φαφλατάδικος -η -ο [faflatáδikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε φαφλατά: Φαφλατάδικες κουβέντες.
[φαφλατ(άς) -άδικος]