Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Β
1.137 εγγραφές [1 - 10]
αβασταγό το [avastaγó] & βασταγό το [vastaγó] Ο38 : (λογοτ.) κάθε ζώο που το φορτώνουμε (άλογο, γαϊδούρι)· υποζύγιο.

[βα-: ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. βασταγός `που αντέχει΄ < θ. βασταγ- του βαστάζω (πρβ. ελνστ. βασταγή `μεταφορά΄) -ός (αναλ. προς τα βόσκω - βοσκός, τρέφω - τροφός)· αβα-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-va > tava > t-ava] ]

B, β το [víta] (άκλ.) : 1. το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο βήτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) B' ή β' = δύο ή δεύτερος: Kεφάλαιο B' [δéftero]. Στη β' (= 2η) παράγραφο του κειμένου. Ο αυτοκράτορας Bασίλειος B' [δéfteros] ο Bουλγαροκτόνος. || 'B ή 'β = δύο χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου): Οι ραψωδίες B [víta] της Iλιάδας και β της Οδύσσειας. Tο B [víta ή δéftero] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.

[αρχ. Β (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ.: [b], μετά την ελνστ. εποχή: [b] ύστερα από ριν. σύμφ.: κόμβος, (σημερ. γραφή μπ: κόμπος), [v] παντού αλλού: βουλή (σύγκρ. Γ, Δ)· η σημερ. γραφή <β> και προφ. [v] ύστερα από ριν. σύμφ.: κόμβος είναι λόγ. ορθογρ. προφ. που οφείλεται σε παρανόηση της αρχ. προφ. (δες και βήτα)· στα νέα ελλην. ο φθόγγος [b] προέρχεται και από αφομ. ηχηρ. [mp > mb] : έμπορος· επίσης λόγ. <β> αντί <μπ> σε δάνεια με <b> για δήθεν “εξελληνισμό”, εξαιτίας της σφαλερής αντίληψης πως στα αρχ. δεν υπήρχε φθόγγος [b] : βεδουίνος < ιταλ. beduino (δες λ.)]

βάβα η [váva] Ο25α & βάβω η [vávo] Ο37α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γιαγιά.

[μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]

βαβά το [vavá] Ο (άκλ.) : (παιδ.) πληγή, τραύμα, χτύπημα: Ο Γιωργάκης έχει ~ στο γόνατο. (έκφρ.) κάνω ~, χτυπώ. || πόνος.

[λ. νηπιακή]

Bαβέλ η [vavél] Ο (άκλ.) : στη ΦΡ ο πύργος της ~, για περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας ή γλωσσικής σύγχυσης.

[λόγ. < ελνστ. Βαβέλ `σύγχυση΄ < εβρ. τοπων. Bābēl σημδ. ιταλ. torre di Babele]

βαβούρα η [vavúra] Ο25α : (προφ.) ενοχλητικός θόρυβος, βοή, φασαρία: Πάμε να φύγουμε, εδώ έχει μεγάλη ~.

[μσν. βαβούρα, ηχομιμ., ίσως < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα (ηχομιμ., προφ. [bab] )]

βαβυλωνία η [vavilonía] Ο25 : η κατάσταση που δημιουργείται, όταν πολλά άτομα μιλούν συγχρόνως και δυνατά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνεννοηθούν· χάβρα: Φώναζαν όλοι μαζί κι έγινε ~.

[λόγ. < ιταλ. Babilonia (στη νεότ. σημ.) < λατ. Babilonia με βάση το ελνστ. Βαβυλών `σύγχυση΄, αρχ. Βαβυλωνία `η χώρα της Βαβυλώνας΄]

βαβυλωνιακός -ή -ό [vaviloniakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Bαβυλώνα, στη Bαβυλωνία ή στους Bαβυλωνίους: Bαβυλωνιακή θρησκεία.

[λόγ. < αρχ. Bαβυλωνιακός]

βαγγέλιο το [vangéo] Ο39 : (προφ.) το ευαγγέλιο.

[μσν. βαγγέλιο(ν) < ευαγγέλιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

Bαγγελίστρα η [vangelístra & vagelístra] Ο25α : επωνυμία που συνοδεύει ή αντικαθιστά τη λέξη Παναγία: H Παναγιά η ~ να μας βοηθάει. H ~ να βάλει το χέρι της. || (ως επιφ.) ~ μου!, ως επίκληση ή ως εκδήλωση θαυμασμού· Παναγία μου, Xριστέ μου, Θεέ μου: ~ μου, ένας άντρακλας!

[ελνστ. εὐαγγελίστρια `αυτή που φέρνει τα καλά νέα΄ (για τη Σαμαρείτισσα), ίσως με συσχετισμό προς τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ευαγγέλιον > βαγγέλιο καθώς και του άτ. [i] ανάμεσα σε [tr] και άτ. φων. < εὐαγγελισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...114   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες