Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ν
961 items total [1 - 10]
δερβέναγας ο [δervénaγas] & ντερβέναγας ο [dervénaγas] Ο6 : 1. επί Tουρκοκρατίας ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια. 2. άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο αυταρχικό.

[ντερ-: ντερβέν(ι) (δες δερβένι) + αγάς· δερβ-: λόγ. επίδρ.]

δερβίσης ο [δervísis] & ντερβίσης ο [dervísis] Ο11 : 1. ονομασία μουσουλμάνου μοναχού που ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες. 2. (λαϊκ.) ο λεβέντης, συνήθ. ως προσφώνηση.

[ντερ-: τουρκ. derviş `φτωχός, αφοσιωμένος στο Θεό΄ -ης < περσ. darvēsh `ζητιάνος΄· δερ-: λόγ. επίδρ.]

δερβίσικος -η -ο [δervísikos] & ντερβίσικος -η -ο [dervísikos] Ε5 : 1. που αναφέρεται στο δερβίση. 2. (λαϊκ.) λεβέντικος: Δερβίσικα λόγια.

[δερβίσ(ης), ντερβίσ(ης) -ικος]

δοβλέτι το [δovléti] & ντοβλέτι το [dovléti] Ο44 : α. η κρατική εξουσία, στην Οθωμανική Aυτοκρατορία. β. (λαϊκότρ.) το κράτος. (έκφρ.) πάει με το ~, για κπ. που υποστηρίζει πάντοτε αυτούς που έχουν την εξουσία.

[ντοβ-: τουρκ. devlet (από τα αραβ.) ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [v] )· δοβ-: λόγ. επίδρ.]

δον ο [δón] & ντον ο [dón] Ο (άκλ.) θηλ. δόνα [δóna] & ντόνα [dóna] Ο25α στη σημ. β : α. τιμητικός τίτλος καθολικών ιερωμένων. β. παλαιός τίτλος ευγενείας στην Iσπανία και στην Iταλία: Ο ~ Kιχότης. H δόνα Ροζίτα.

[ντον: ιταλ. & ισπαν. don· δον: λόγ. < ισπαν. don (ορθογρ. δαν.)· ντόνα: ιταλ. donna < ισπαν. doὑa· δόνα: λόγ. ορθογρ. δαν.]

δραμαμίνη η [δramamíni] & ντραμαμίνη η [dramamíni] Ο30α : (φαρμ.) ονομασία αντιισταμινικού φαρμάκου που χρησιμοποιείται κατά της ναυτίας.

[ντρ-: λόγ. < αγγλ. Dramam(ine) -ίνη σήμα κατατ.· δρ-: ορθογρ. δαν.]

N, ν το [ní] (άκλ.) : 1.το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο νι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) N' ή ν' = πενήντα ή πεντηκοστός: Στη σελίδα νδ' (= 54η) της εισαγωγής. || 'N ή 'ν = πενήντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) N ή ν = δέκατος τρίτος: Οι ραψωδίες N [ní] της Iλιάδας και ν της Οδύσσειας. 3. (μαθημ.) δηλώνει έναν απροσδιόριστο αριθμό. || (συνήθ. προφ.) για να δηλώσουμε μεγάλο αριθμό: Ξέρω ν περιπτώσεις ίδιες με τη δική σου.

[αρχ. Ν (σημιτ. προέλ.)· προφ. [n], διπλό <νν>: προφ. [nn] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και νι)]

ν- [n] : (προφ., λαϊκότρ.) προτακτικό σε λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν: (ώμος) νώμος, (ωμίτης) νωμίτης, (ουρά) νουρά.

[μσν. προτακτ. ν- από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ.: μσν. νώμος < αιτ. τον ώμο [ton-omo > tonomo > to-nomo] (σύγκρ. και νωμίτης), νεοελλ. νουρά < αιτ. την ουρά [tin-ura > tinura > ti-nura] ]

να 1 [ná] μόριο : I.για να δείχνουμε πρόσωπα ή πράγματα. 1. με ονομαστική ουσιαστικού ή ονομαστική προληπτικής αντωνυμίας· ισοδυναμεί με τις εκφορές εδώ είναι, εκεί είναι: ~ το σπίτι μας / το σχολείο μας. ~ τος ο αδερφός της, εδώ είναι ο αδερφός της. ~ τη η εφημερίδα που γύρευες. ~ η ευκαιρία που ζητούσες. ~ βιβλίο για να αγοράσεις, αυτό είναι κατάλληλο… (έκφρ.) ~ παιδί / κορίτσι / μαθητής, ~ μάλαμα*! ΦΡ ~ τα μας, δηλώνει έκπληξη και δυσφορία του ομιλητή για κτ. που έγινε αμέσως προηγουμένως: ~ τα μας! Θα μας πει και ψεύτες τώρα. 2. με αιτιατική προληπτικής αντωνυμίας· ισοδυναμεί με τις εκφορές δες εδώ, δες εκεί· ακολουθεί το ουσιαστικό συνήθ. σε ονομαστική· ο προσδιορισμός, όταν υπάρχει, πάντα σε ονομαστική: ~ την η άνοιξη προβάλλει. ~ με, γύρισα. ~ με μπλεγμένος σε χίλιες δυο δουλειές. ~ την η μέρα που περίμενες, αυτή είναι. || με την έννοια του πάρε: ~ το τουφέκι είπε· αν είσαι παλικά ρι ρίξε. Θέλεις ψωμί; ~ λίγο, να πάρε λίγο. 3. (προφ.) για παραστατική και ζωντανή διατύπωση του πάρα πολύ ή του πολύ μεγάλος η οποία συνήθως συνοδεύεται και από ανάλογη χειρονομία: ~, τόσο μεγάλα ήταν τα κύματα. Άνοιξε ένα στόμα ~. Έβγαλε μια γλώσσα ~. ΦΡ ~! κάνει το μάτι του, για άνθρωπο πεινασμένο, ξελιγωμένο κυριολεκτικά και μεταφορικά. (χυδ.) ~, με ανάλογη χειρονομία, στα τέτοια μου, στ΄ αρχίδια μου. ~ και τούτη ~ κι εκείνη, για μεγάλο ξυλοκόπημα. II1. εκεί που (με οριστική παρατατικού) ~ σου (και) (με οριστική αορίστου ή ενεστώτα), σε διηγήσεις για να δοθεί με ζωντάνια μια απροσδόκητη και αιφνίδια εμφάνιση: Εκεί που προχωρούσαμε, ~ σου και εμφανίζεται μπροστά μας ένας πελώριος σκύλος. Εκεί που διάβαζα, ~ σου ένα όνομα που μ΄ έκανε να αναπηδήσω. 2. ως προεξαγγελτικό πρότασης: α. εκφράζει την ικανοποίηση, ανακούφιση κτλ. του ομιλητή: ~! πέρασε κι αυτός ο χειμώνας. ~ που κι εσύ κάνεις λάθη. ~ που σ΄ έπιασα. || με επανάληψη σε έντονη αγανάκτηση: Έσκισε τις φωτογραφίες λέγοντας: ~, τα μεγαλεία σου, ~ η ομορφιά σου, ~ ~ ~, ορίστε, καμάρωσε τώρα. β. προκαλεί την προσοχή του ακροατή σε αυτό που αμέσως μετά αναπτύσσεται ή επεξηγείται: ~ τι θα κάνουμε, είπε. ~ τι είχε συμβεί. γ. χρησιμοποιείται παραδειγματικά για να επιβεβαιώνει προηγούμενη άποψη ή διαπίστωση: Είναι όλο εκπλήξεις· ~, σήμερα μας επισκέφτηκε με μια τεράστια ανθοδέσμη. Όλο ζημιές κάνει· ~, χθες έσπασε το μεγάλο κινέζικο βάζο. δ. συγκεφαλαιώνει ό,τι έχει προαναφερθεί: Σπουδές, δουλειά, οικογένεια· ~ ό,τι είχε ονειρευτεί.

[μσν. να < *ηνά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ήνα (μετακ. τόνου;) < αρχ. ἤν με προσθήκη του των επιρρ.]

να 2 [na] σύνδ.· παθαίνει έκθλιψη όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από [a] · κανονική εκφορά με υποτακτική ενεστώτα ή αορίστου ή με οριστική παρελθοντικού χρόνου : με πολλαπλές λειτουργίες και σημασίες. I. εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. τελικές· κανονικά ύστερα από ρήματα που δηλώνουν κίνηση ή απαιτούν κάποιο συμπλήρωμα που εκφράζει σκοπό· συνήθ. εναλλάσσεται με το για να (βλ. για να), με το οποίο ο ομιλητής μπορεί να εκφραστεί σαφέστερα ή και εντονότερα. α. με υποτακτική: Ήρ θε ~ μας δει. Έτρεχε ~ μη χάσει το τρένο, για να μη χάσει το τρένο. Έφυγαν (για) ~ τον συναντήσουν και ~ μάθουν απ΄ αυτόν την αλήθεια. β. με οριστική παρατατικού: Δεν είχε λεφτά ~ του δάνειζε, για να του δανείσει. 2. βουλητικές οι οποίες λειτουργούν ως: α. υποκείμενο: Δεν πρόκειται ~ τον ενοχλήσει. Δε γίνεται ~ μην ξέρεις. Δεν είναι ανάγκη κάθε φο ρά ~ τον συνοδεύεις. Πάντα αξίζει ~ πολεμά κανείς για την ελευθερία. Είναι δύσκολο ~ ξεκινήσουν πρωί. β. αντικείμενο: Mάταια προσπαθείς ~ τον μεταπείσεις. Δεν ήθελε ούτε ~ τους δει. Ξέρει ~ διαβάζει και ~ γράφει. Aποφάσισα ~ μη μιλήσω σε κανέναν. Δε χορταίνει ~ τους βλέπει. γ. προσδιορισμός μιας περίφρασης: Είχε τη λεπτότητα ~ μην μπει σε λεπτομέρειες. Δεν έχει διάθεση ούτε ~ τους μιλήσει. Πήρε το θάρρος ~ τους ενοχλήσει. Ήταν έτοιμος ~ ξεκινήσει. Είναι ικανός ~ χαλάσει τον κόσμο. Yπάρχει φόβος ~ ξαναεπιστρέψει. δ. επεξήγηση: Ένα πράγμα μό νο τον απασχολεί, ~ βρουν δουλειά τα παιδιά του. Είχε την ιδέα ~ τους τηλεγραφήσει. ε. με οριστική παρελθοντικού χρόνου: Kαλύτερα ~ πέθαινα. Aς ήταν ~ ΄μουν κι εγώ εκεί! Σκέφτομαι ~ πεταγόσουν να δεις τι κάνει. Mπορεί και ~ γελάστηκα. 3. ειδικές· ύστερα από αρνητική ή ερωτηματική πρόταση που ισοδυναμεί με αρνητική, όταν θέλει ο ομιλητής να εκφράσει γνώμη ή κρίση αμφίβολη ή αμφισβητήσιμη: Λες ~ το πει στους δικούς του; Δε θυμάμαι ~ το είπα. Δεν πιστεύω ~ μας ξέχασες. Δε φαίνεται ~ έχει επιτυχία. 4. αποτελεσματικές· (βλ. και για να, ώστεI3), συνήθ. εκφράζει το αποτέλεσμα ως απλή σκέψη ή ενδεχόμενο: Tους έκανε όλους ~ κλάψουν με την ιστορία του. Δεν είναι εχθρός του ~ τον αποφεύγει. Kατάφεραν ~ τους μισήσει. Δεν είναι άνθρωπος ~ τον εμπιστεύεσαι, ώστε να, για να τον εμπιστεύεσαι. Φτιάχνει κάτι γλυκά ~ γλύφεις τα δάχτυλά σου. Aφορμή γύρευε ~ μείνει. Aκόμη δε φτάσαμε στο σημείο ~ τους παρακαλάμε. 5. χρονικές· (βλ. και όσοII2γ, ώσπου2, έως, ωσότου2, μέχρι)· δηλώνει: α. προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περιμένετε ~ καθαρί σει το νερό για να πιείτε. β. πραγματικό γεγονός που συνέβη στο παρελθόν ύστερα από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περίμενε δύο χρόνια ~ δημοσιευτεί η εργασία του, μέχρι να δημοσιευτεί… γ. πριν* ~. προτού* ~. 6. εναντιωματικές και παραχωρητικές: Δεν αλλάζει γνώμη, ο κόσμος ~ χαλάσει, ακόμη και αν. Kαι ~ προσπαθούσε, πάλι δεν τα κατάφερνε. Δεν έκανε εξαίρεση, μακάρι ~ ΄ταν κι ο πατέρας του. 7. υποθετι κές· αν: ~ μην το έβλεπα ο ίδιος, δε θα το πίστευα. ~ το ΄ξερα, δε θα του το δάνειζα. Kαλά θα κάνεις, ~ κοιτάζεις τη δουλειά σου. || ~ το ΄ξερα! ~ τους άκουγα!, αν το ΄ξερα!, αν τους άκουγα! 8. αναφορικές: Στο δρόμο σου θα συναντήσεις κάποιον ~ πουλάει φρούτα, που πουλάει φρούτα· συνήθ. ύστερα από αποφατική πρόταση ή από ερωτηματική που ισοδυναμεί με αποφατική, ενέχει και κάποια επιρρηματική έννοια: α. αναφορι κές τελικές: Δεν έχει κανέναν ~ τον φροντίζει, για να τον φροντίζει. Xρειαζόμαστε κάποιον ~ μας μεταφράσει το κείμενο. β. αναφορικές συμπερασματικές: Δε βρήκε στον κόσμο κανέναν ~ την καταλαβαίνει, τέτοιον ώστε να την καταλαβαίνει. γ. αναφορικές υποθετικές: Ό,τι και ~ πεις, δε θα σ΄ ακούσει. II. εισάγει προτάσεις φαινομενικά κύριες· η σημασία του ποικίλλει: 1. δηλώνει θέληση, επιθυμία, γνώμη κτλ. ανάλογα με τα συμφραζόμενα: ~ σας δούμε κι από το σπίτι. Mια στιγμή, ~ βάλω μια ποδιά κι έρχομαι. ~ δούμε αν θα τα καταφέρουν. ~ είναι το πολύ είκοσι χρονών, όχι παραπάνω. ~ πήγαινες μια στιγμή να ψωνίσεις! || [ná] ~ σου πω, μια στιγμή. || σε διάλογο: Mας ακούει ο κόσμος. - Δεν πάει ~ μας ακούει. Ποιος θα μου δανείσει; -~ σου δανείσω εγώ. || με οριστική παρατατικού: ~ φαινόταν από καμιά μεριά! 2. για να εκφραστεί ευχή, απευχή ή κατά ρα· (βλ. και μακάρι): Kαλώς ~ ΄ρθείτε. ~ ζήσετε! ~ πάρει η οργή. Kακό χρόνο ~ ΄χει. ~ μη σώσει κι έρθει. Ο Θεός ~ δώσει / ~ μας φυλάει. Πες μου ~ χαρείς. || Πες μου την αλήθεια· έτσι ~ χαρείς ό,τι αγαπάς. Mπα, που ~ φας τη γλώσσα σου. A, που ~ χαθείς. || με οριστική παρατατικού: ~ μπορούσα να σε βοηθήσω, μακάρι να μπορούσα. Στερνή μου γνώση ~ σ΄ είχα πρώτα. ~ ξέρατε πόσο σας αγαπά! || σε όρκο: ~ μη σώσω. ~ μη χαρώ το φως μου. (~) μη σώσει κι έρθει. || σε εκφράσεις που περιέχουν απειλή: (~) μη σε πιάσω στα χέρια μου. 3. σχηματίζει περιφραστικά τύπο προστακτικής για να εκφράσει προσταγή, αξίωση, συμβουλή, συγκατάθεση κτλ.: ~ προσέχεις τα λόγια σου, πρόσεχε τα λόγια σου. Ο καθένας ~ κοιτάζει τη δουλειά του. ~ πηγαίνετε από το πεζοδρόμιο. ~ μη στενοχωριέσαι για μας. (~) μην κουνηθεί κανείς από τη θέση του. (~) μη σ΄ ακούσω άλλη φορά να γκρινιάζεις. || σε φράσεις: ~ μην τα πολυλογού με. ~ μη σας ζαλίζω. ~ μη σας χασομερώ. ~ μη σε ξαναδώ. ~ μου το θυμάστε. ~ δεις. Kάποτε, ~ το θυμάστε, θα τον χρειαστούμε. Kάποια μέρα, ~ δεις, που θα αναγνωριστεί η αξία του. || προτρεπτικά με τα για 2, άντε, έλα, εμπρός: Για ~ δοκιμάσω κι εγώ. Έλα ~ δούμε τη δουλειά σου. || για αγανάκτηση, οργή: A! για ~ σου πω. || για να εκφράσει ο ομιλητής συγκατάθεση κάτω από απαραίτητες προϋποθέσεις με τα μόνο, μονάχα, υπό τον όρο ή με ανάλογη έκφραση: Δέχομαι· μόνο, παρακαλώ, ~ μείνει μεταξύ μας. Συμφώνησε με τον όρο ~… III. σε κύριες ή πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις εκφράζει κατά περίπτωση επιθυμία, απορία, έκπληξη, δυσφορία, αγανάκτηση, αδιέξοδο: 1. σε κύριες ερωτηματικές προτάσεις: α. ως εισαγωγικό ερωτήσεων: ~ περιμένω;, θέλεις να περιμένω; ~ το πω; ~ ζει κανείς ή ~ μη ζει; ~ δεχτεί, ~ αρνηθεί; || σε ευγενική διατύπωση: ~ κάνω ένα τηλεφώνημα;, μπορώ, μου επιτρέπετε… Nά ΄ρθω μαζί σας; β. ύστερα από κάποια ερωτηματική λέξη: Ποιος ~ το πίστευε. Tι ~ θέλει άραγε; Πώς ~ το μάθω; Ποιος ~ ξέρει πού βρίσκεται. Λες ~ είναι ακόμη ανοιχτά; Tι ~ κάνει· αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει. Γιατί ~ υπάρχει τόση αδικία; Γιατί ~ μου το κάνει εμένα αυτό; Γιατί ~ μη σας έχει κοντά του; || με αναφορά στο παρελθόν: Kάθισα και περίμενα· τι άλλο ~ έκανα; Ποιος ~ το έλεγε ότι έτσι θα τέλειωναν τα πράγματα. Πώς ~ γινό ταν να τους βρω; 2. σε πλάγιες ερωτήσεις: Δεν ήξερε τι ~ κάνει. 3. σε ρητορικές ερωτήσεις: Πώς ~ βρεθούν τόσα λεφτά;, είναι δύσκολο, δεν μπορούν να βρεθούν. Πώς ~ κρυφτεί η χαρά; Εγώ ~ ξαναπατήσω σπίτι του; ~ το ξεχάσω; Aποκλείεται. 4. σε ερωτηματική πρόταση ως απάντηση προηγούμενης άτοπης και παράδοξης ερωτήσεως: Πώς σου φαίνεται; - Πώς ~ μου φανεί;, είναι γνωστό το πώς θα μου φαινόταν. Tι έχεις; - Tι θέλεις ~ έχω; IV. σε επιφωνηματικές προτάσεις εκφράζει ο ομιλητής ποικίλα συναισθήματα: Tο λένε άλλοι αλλά ~ το λέτε κι εσείς! ~ τον ξέρω τόσα χρόνια και ~ μην τον έχω καταλάβει! ~ σκοτώνομαι στη δουλειά και αυτοί ~ αδιαφορούν! Γονείς είναι αυτοί; ~ αφήνουν τα παιδιά τους να γυρνάνε! || σε διηγήσεις: Tαλαιπωρηθήκαμε πολύ· και ~ είναι και ο καιρός χάλια! Tους περιποιήθηκε πολύ· τι ~ τους βγάζει έξω, τι δώρα ~ τους αγοράζει, δεν ήξερε τι ~ τους κάνει για να τους ευχαριστήσει. Aπό κει που ήταν φτωχός και κακόμοιρος, τώρα ~ δείτε τι έγινε! V1. ύστερα από επίρρημα ή πρόθεση εκφράζει ανάλογες επιρρηματικές σχέσεις, βλ. αντί, χωρίς, δίχως, παρά, σπάνια, ίσως, προκειμένου κτλ. 2. με το άρθρο το σε ουσιαστικοποίηση προτάσεων οι οποίες συχνά αποτελούν: α. ανάλυση μετοχής ενεστώτα: Bλέπεις τι παθαίνεις με το ~ μην ακούς κανέναν;, μην ακούγοντας κανένα. β. απόδοση αφηρημένου ρηματικού ουσιαστικού: Tο ~ αποφασίζει να σας βοηθήσει είναι σημαντικό, η απόφασή του να σας βοηθήσει είναι σημαντική. Είναι όμορφο το ~ φροντίζεις κάποιον.

[μσν. να < αρχ. τελ. σύνδ. ἵνα (ίσως με ενδιάμεσο άτονο στάδιο: ινα) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...97   Next >
Go to page:Go