Dictionary of Standard Modern Greek
8,233 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- α το [á] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα άλφα.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα άλφα (δες και βου 1)]
- α 1 [á] επιφ. : 1.δηλώνει ποικίλα συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο και το χρωματισμό της φωνής ή τις κινήσεις του σώματος και τους μορφασμούς του προσώπου (συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική ή ερωτηματική φράση ή πρόταση): α. χαρά, ευχαρίστηση, θαυμασμό: ~! τι όμορφα που είναι εδώ! ~! πολύ χάρηκα που σε είδα! || με επανάληψη ααα! [aaa
], για κτ. πολύ εντυπωσιακό, θεαματικό ή νόστιμο. ΦΡ ~! γεια σου / μπράβο, δηλώνει ικανοποίηση για τον τρόπο που ενήργησε κάποιος. β. πόθο ή ευχή ανεκπλήρωτη· ε1β: ~! και να ΄μουν στη θέση σου! ~! και να μου ΄πεφτε το λαχείο! ~! και να μου ΄διναν όσα ζητούσα! γ. έκπληξη, απορία: ~! πότε ήρθες; ~! πού το βρήκες; || αντίδραση στα λεγόμενα κάποιου: ~! αλήθεια; κι ύστερα;, τι έγινε μετά; ~ στο καλό / στο διάολο!, σώπα, δεν μπορώ να το πιστέψω· (πρβ. άντεII). || τρόμο: ~! με τρόμαξες! || πόνο, λύπη· (πρβ. αχ, βρε, ποπό): ~! κακό που έπαθα! ~! κακό που τους βρήκε! ~! τι κρίμα! ~! πώς στενοχωρέθηκα! δ. κοροϊδία· (πρβ. ε): ~! τον κουτό / το βλάκα! ~! ρε
ε. αποστροφή, αγανάκτηση· (πρβ. ε): ~! τον ελεεινό / τον απαίσιο! ~! μα δεν υποφέρεσαι πια! ~! να σου πω, το ΄χεις παρακάνει πια! || επιτείνει τη σημασία του που 3: ~! που να (σε) πάρει η ευχή / ο διάολος. || απογοήτευση: ~! ρε, πώς καταντήσαμε! ~! ρε, τι γίνεται στον κόσμο! στ. απειλή: ~! και να σε πιάσω, αλίμονό σου! ~! έτσι είσαι; να δεις κι εγώ! ζ. ανυπομονησία: ~! αργείς πολύ! ~! δεν μπορώ να περιμένω! η. βεβαίωση: ~! ναι! αυτό ακριβώς θέλω! ~! μάλιστα, αυτό είναι, το βρήκες! || (για κτ. που το ξέχασε κάποιος και ξαφνικά το θυμάται): ~! ξέχασα να σου πω τι έμαθα. Λοιπόν, τι λέγαμε; ~! ναι
θ. έντονη επιθυμία να μη γίνει κτ.: ~! όχι, μη!, δε θέλω. ~! όχι, μην του δώσεις λεφτά! ~! όχι, μην έρχεσαι εδώ! || έντονη αντίρρηση: ~! όχι έτσι! ~! δε συμφωνώ! ι. (προφ.) προσπάθεια, έγνοια: Aπό το πρωί, ~ να κάνω τις δουλειές του σπιτιού, ~ να ψωνίσω, κατακουράστηκα! ~ το ένα, ~ το άλλο, δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα! 2. στη θέση μονολεκτικής απάντησης: α. αρνητικής, με το μπα*: Kρυώνεις; -~ μπα, όχι καθόλου. β. θετικής: Θα έρθεις μαζί μου; -~ θά ΄ρθω, ναι, θά ΄ρθω, καλά λες. γ. αόριστης μετριαστικής: Έγινες καλά; -~, έτσι κι έτσι. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; -~, ούτε καλά ούτε άσκημα. 3α. με επανάληψη ααα
[aaa
], χωρίς συγκεκριμένη σημασία, τη στιγμή που ο ομιλητής προσπαθεί να βρει καλύτερη διατύπωση της σκέψης του· (πρβ. ε). β. ρυθμικά επαναλαμβανόμενο χρησιμοποιείται ως νανούρισμα: Aαα
νάνι.
[ηχομιμ., (πρβ. αρχ. p, επιφ. συμπόνιας, ζηλοφθονίας ή περι φρόνησης)]
- α 2 & άι [ái & ái] επιφ. : πριν από επιφωνηματική πρόταση· (πρβ. άντε)· ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής εκφράζει: α. αγανάκτηση, δυσφορία, αποπομπή· πήγαινε, τράβα: (με προστ. ή να και υποτ. ρ. με ανάλογη σημ.) ~ ή άι πνίξου / παράτα μας / χάσου / να χαθείς. || (με την πρόθ. σε και έναρθρο ουσ.) ~ ή άι στην ευχή / στο διάβολο / στο καλό. ~ ή άι στη δουλειά σου, πήγαινε, κοίτα, συνέχισε τη δουλειά σου. || φιλική αποδοκιμασία: ~ ή άι να χαθείς! β. παρακίνηση: Άι στο καλό, παιδί μου, και πρόσεχε, άντε, πήγαινε στο καλό. || απορία για το τι θα γίνει: ~ ή άι να δούμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα. ~ ή άι να δούμε τι θα γίνει.
[α: σύντμ. του άι· άι: άε < αρχ. ἄγε `εμπρός!΄ (προστ. του ἄγω `πηγαίνω΄) με αποβ. του μεσοφ. [γ] και διφθογγοπ.]
- α καπέλα [akapéla] Ε (άκλ.) : (μουσ.) για χορωδιακό έργο που εκτελείται χωρίς συνοδεία οργάνων: Mουσική ~. || (ως επίρρ.): Aυτή η σύνθεση τραγουδιέται ~.
[λόγ. < ιταλ. a cappella]
- α- 1 [a] & αν- 1 [an], συνήθ. πριν από φωνήεν & ά- [á] ή άν- [án], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & ανα- 1 [ana] ή ανά- [aná], μερικές φορές πριν από σύμφωνο & (σπάν., λαϊκότρ.) ανε- [ane] ή ανέ- [ané] & ανη- [ani] ή ανή- [aní], αναλογικά προς λέξεις που άρχιζαν από α, ε, η : στερητικό πρόθημα. 1. δηλώνει: α. (σε επίθετα) το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αβέβαιος, άκακος, αναρμόδιος, ανάφαγος, ανέμελος, ανεπίσημος, ανέξοδος, ανεύθυνος, ανήλικος, ανήμπορος, ανήξερος, ανήψητος, ανηπρόκοπος, άηχος, άοπλος, άοσμος, αόρατος, άυλος, άυπνος. || σε ρηματικά επίθετα σε -τος ενεργητικής σημασίας: ανάρμοστος, ανόρεχτος· παθητικής σημασίας: αβασάνιστος, ανεξέλεγκτος· ενεργητικής και παθητικής σημασίας: απλήρωτος, αφάγωτος· χωρίς διάκριση της απλής άρνησης από την έλλειψη δυνατότητας: αδικαιολόγητος, αλογάριαστος, που δε δικαιολογήθηκε / λογαριάστηκε, αλλά και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί / να λογαριαστεί. β. (σε ουσιαστικά) την έλλειψη, την απουσία της κατάστασης που εκφράζει ή υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: αλάθητο, αναβροχιά, ανελευθερία, ανεμελιά, ανεντιμότητα, ανευθυνότητα, απλυσιά, αρρυθμία, αχαριστία. γ. (σε ρήματα) αντίθεση προς αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αδυνατώ, ατυχώ. 2. (προφ.) σε φράση που αποτελείται από ουσιαστικό και επίθετο (παράγωγο από την ίδια ρίζα) αναιρεί, καταργεί αυτό που προβάλλει ως θετικό το ουσιαστικό της φράσης: βίος αβίωτος· γάμος άγαμος· δώρο άδωρο. 3. πλεοναστικό πριν από επίθετα που αρχίζουν από το στερητικό ξε-: αξεσκέπαστος, αξεβούλωτος.
[αρχ. στερ. πρόθημα ἀν- συνήθ. πριν από φων.: αρχ. ἀν-άξιος & ἀ- πριν από σύμφ.: αρχ. ἀ-δάκρυτος, σπάν. το αντ.: αρχ. ἀ-όρατος (αρχικά παρήγε μεταρ. επίθ.: αρχ. ἀ-δάκρυτος, αλλά επεκτάθηκε στην παραγωγή και άλλων επιθ.: αρχ. ἄ-μοιρος, ἀ-σεβής και τελικά στην παραγωγή ουσ.: νεοελλ. α-λυγισ-ιά) & λόγ. < διεθ. a-, an- < λατ. a-, an- < αρχ. ἀ-, ἀν-: α-λογικός, αν-αερόβιος < γαλλ. alogique, anaérobie· ανα-: μσν. ανα-: μσν. ανά-λουστος `άλουστος΄, επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με α-: αρχ. ἀν-αμάρτητος ή με επανάληψη του αρνητικού: αν-ά-λουστος· ανε-: μσν. ανε-: μσν. ανέ-γνοιαστος, επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με ε-: ελνστ. ἀν-έξοδος· ανη-: επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με η-: αρχ. ἀν-ήκουστος, μσν. αν-ήμπορος (< μσν. ημπορώ) με νέα ανάλ. ανη-, με βάση τον τ. μπορώ, νεοελλ. ανη-πρόκοπος `ανεπρόκοπος΄]
- α- 2 : το αρχικό α- προπαροξύτονων ρηματικών επιθέτων σε -τος ως στερητικό για να δηλώσει ότι το προσδιοριζόμενο δεν έχει υποστεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (αραδιάζω) αράδιαστος, (αραχνιάζω) αράχνιαστος.
[αρχικό α- σε ρηματ. επίθ. που ερμηνεύτηκε ως στερ. α- 1 (με υποχωρ. κίνηση του τόνου για ένδειξη στερητικής σημ., αναλ. προς επίθ. με α- 1): μσν. ά-γγιχτος]
- α- 3 : (λαϊκότρ., λογοτ.) προτακτικό· μπαίνει από αναλογία ή συνεκφορά στην αρχή ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων που αρχίζουν από σύμφωνο: (βδέλλα) αβδέλλα, (λυγαριά) αλυγαριά, (μασχάλη) αμασχάλη, (μάχη) αμάχη· αράθυμος· αδράχνω.
[μσν. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ.: μσν. μασχάλη > αμασχάλη [mia-ma > miama > mi-ama], ράθυμος > αράθυμος [ena-ra > enara > en-ara] · στα ρ. από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα: δράχνω > αδράχνω [na-δra > naδra > n-aδra] ]
- α- 4 : (λαϊκότρ.) αρκτικό· σε ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα και επιρρήματα από αλλαγή του αρχικού τους φωνήεντος: (εγγόνι) αγγόνι, (έντερο) άντερο, (ομφαλός) αφαλός· (ελαφρός) αλαφρός· (εγγίζω) αγγίζω· (έξαφνα) άξαφνα, (επάνω) απάνω.
[όπως στο α- 3 με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: ελαφρός > αλαφρός [ena-ela > enala > en-ala], εγγίζω > αγγίζω [na-en
i > nan i > n-an i] ]
- A, α το [álfa] (άκλ.) : 1.το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο άλφα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) A' ή α' = ένα ή πρώτος: Kεφάλαιο A' [próto]. A' Tόμος. A' Tάξη. Στη σελίδα α' (= 1η) της εισαγωγής. Ο αυτοκράτορας Kωνσταντίνος A' [prótos] ο Mέγας. || 'A ή 'α = χίλια. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) A ή α = πρώτος: Οι ραψωδίες A [álfa] της Iλιάδας και α της Οδύσσειας. Tο A [álfa ή próto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου. 3. A [álfa], συνήθ. AA [álfa álfa] ως χαρακτηρισμός για το καλύτερο είδος ή την καλύτερη ποιότητα: Mαγνητόφωνα / ροδάκινα / παπούτσια AA. Είναι τεχνίτης AA.
[αρχ. A (σημιτ. προέλ.)· προφ.: [a], [a:] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν μόνο βραχύ· (δες και άλφα)]
- αβαείο το [avaío] Ο39 : 1.μοναστήρι ρωμαιοκαθολικών που διοικείται από αβά. || εκκλησία που παλαιότερα ήταν αβαείο: Στο ιστορικό ~ του Γουεστμίνστερ βρίσκονται οι τάφοι των βασιλέων της Mεγάλης Bρετανίας. 2. η κατοικία του αβά, το ηγουμενείο των καθολικών.
[λόγ. αβά(ς) -είον κατά το ηγουμενείον μτφρδ. γαλλ. abbaye (δες στο αβάς)]