Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χ
1.124 εγγραφές [1 - 10]
κλαπάτσα η [klapátsa] & χλαπάτσα η [xlapátsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η διστομίαση των ζώων. ΦΡ παθαίνω ~, βρίσκομαι σε σωματική ή ψυχική κατάπτωση ή αισθάνομαι απροσδιόριστη αδιαθεσία. έπεσε ~, για κατάσταση ομαδικής κατάπτωσης ή αδιαθεσίας.

[βλάχ. gălbĕatsă με μετάθ. του υγρού [l] και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· τροπή [k > x] (;)]

κοχλάζω [koxlázo] & χοχλάζω [xoxlázo] Ρ2.1α : 1. για υγρά που αναταράζονται έντονα κατά το βρασμό, δημιουργώντας μεγάλες φυσαλίδες. || (έκφρ.) κοχλάζει το αίμα (του), για πολύ νέο άνθρωπο, γεμάτο ζωντάνια, που βρίσκεται στην ακμή της δραστηριότητας και της ζωντάνιας του. 2. για συναισθήματα που βρίσκονται σε μεγάλη ένταση και δεν έχουν εκδηλωθεί: Kοχλάζουν τα πάθη μέσα του.

[λόγ. < ελνστ. κοχλάζω (αρχ. καχλάζω)· μσν. χοχλάζω < ελνστ. κοχλάζω με υποχωρ. αφομ. [k-x > x-x] ]

κόχλασμα το [kóxlazma] & χόχλασμα το [xóxlazma] Ο49 : ο κοχλασμός.

[λόγ. < ελνστ. κόχλασμα· χοχλασ- (χοχλάζω) -μα]

κοχλαστός -ή -ό [koxlastós] & χοχλαστός -ή -ό [xoxlastós] Ε1 : που κοχλάζει: Έριξε τα μακαρόνια στο κοχλαστό νερό.

[λόγ. κοχλασ- (κοχλάζω) -τός· χοχλασ- (χοχλάζω) -τός]

κτήμα το [ktíma] & χτήμα το [xtíma] Ο48 στη σημ. I : I. ιδιόκτητη έκταση καλλιεργήσιμης γης: Έχει ένα ~ στη Θεσσαλία. Δουλεύει στα κτήματά μου. Δημόσια κτήματα. || ο αγρός, σε αντιδιαστολή προς τον ελαιώνα, αμπελώνα, οπωρώνα κτλ. II1. οτιδήποτε ανήκει στην κυριότητα ή στην κατοχή κάποιου: Δεν είμαι ~ κανενός. Aυτό το βιβλίο δεν είναι ~ σου. 2. (μτφ.) για γνώση κτλ. την οποία έχω αφομοιώσει: H ύλη της ιστορίας έχει γίνει ~ των μαθητών. (λόγ.) ΦΡ ~ ες αεί / εσαεί*.

[λόγ. < αρχ. κτῆμα `ιδιοκτησία΄· μσν. χτήμα < αρχ. κτῆμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

X, χ το [í] (άκλ.) : 1.το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο χι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) X' ή χ' = εξακόσια ή εξακοσιοστός. || 'X ή 'χ = εξακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) X ή χ = εικοστός δεύτερος: Οι ραψωδίες X [í] της Iλιάδας και χ της Οδύσσειας. 3. (μαθημ.)· (πρβ. Ψ, ψ): α. ως σύμβολο άγνωστης ποσότητας: Ο άγνωστος χ. || (έκφρ.) ο X, για να δηλώσουμε αόριστα κάποιο άτομο. β. ως χαρακτηρισμός της τετμημένης σε σύστημα συντεταγμένων. 4. (φυσ.) ακτίνες X, μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. 5. το σύμβολο της ισοπαλίας στο προπό: Στον αγώνα κυπέλλου μεταξύ των ομάδων Άρη-Παναθηναϊκού σημειώσατε X [í] και ως ΦΡ σημειώσατε X [í] , όταν δεν υπερισχύει ο ένας ή ο άλλος από τους δύο συνομιλητές, ανταγωνιστές κτλ.

[αρχ. προφ. [k h] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν [x] · (δες και χι)]

χα [xá] επιφ. : (συνήθ. με επανάληψη) α. ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του γέλιου: ~ ~ ~ ! γέλασε δυνατά. || (ως ουσ.) τα χα χα: Άρχισαν τα ~ ~ και τα χου χου, τα γέλια. β. για να εκφράσουμε ειρωνεία ή περιφρόνηση: Tι είναι αυτά που λες! ~ ~, ας γελάσω.

[ηχομιμ.]

χαβάγια η [xavája] Ο25 : α.είδος κιθάρας που την κρατούν οριζόντια στα γόνατα και που ο ήχος της είναι μακρόσυρτος και μελαγχολικός. β. μελωδία που παίζεται με το παραπάνω όργανο.

[αγγλ. Hawaiian guitar < όν. νησιών του Ειρηνικού (από γλ. της Πολυνησίας) με τροπή του χειλ. ημιφ. [w] σε [v], ανάπτ. [j] για αποφ. της χασμ. και θηλ. κατά το κιθάρα]

χαβαλέ [xavalé] επίρρ. : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κάνουμε κτ. χωρίς σοβαρή προσπάθεια: Δε διάβασα· έδωσα εξετάσεις ~.

[τουρκ. havale `μετάθεση μιας υπόθεσης΄ (από τα αραβ.)]

χαβαλεδιάζω [xavaleδjázo] Ρ2.1α : (οικ.) κάνω χαβαλέ.

[χαβαλεδ- (χαβαλές) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...113   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες