Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Η
341 items total [1 - 10]
εωσίνη η [eosíni] & ηωσίνη η [iosíni] Ο30 : (χημ.) υδατοδιαλυτή κόκκινη χρωστική ουσία.

[λόγ. < αγγλ. eosin ή γαλλ. éosine < νλατ. eos < αρχ. ἠώς `αυγή΄ -in(e) = -ίνη· λόγ. προσαρμ. στη μορφή της αρχ. λ.]

εωσινόφιλα τα [eosinófila] & ηωσινόφιλα τα [iosinófila] Ο40 : (βιολ.) λευκοκύτταρα του αίματος, που έχουν την ιδιότητα να χρωματίζονται έντο να με την εωσίνη.

[λόγ. < αγγλ. eosinophil ή γαλλ. éosinophile < νλατ. eosin- = εωσίν(η) / ηωσίν(η) -ο- + -phil(e) < αρχ. φίλ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]

η το [í] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ήτα.

[από το φθόγγο που συμβολίζει το γράμμα ήτα (σύγκρ. α, το)]

ή [í] σύνδ. διαχ. : I1. συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης: α. που είναι ισοδύναμα μεταξύ τους, οπότε δηλώνει τη δυνατότητα εναλλαγής τους: Εσύ ~ κάποιος άλλος ας σηκωθεί στον πίνακα. Περιγράψτε ένα φυτό ~ ένα ζώο. Φώναξε λίγο τον Πέτρο ~ τον Παύλο. β. που θέτουν στον ομιλητή θέμα επιλογής: Tι προτιμάτε, καφέ ~ γάλα; Ποιο φόρεμα σ΄ αρέσει περισσότερο, το άσπρο ~ το μαύρο; 2. (με επανάληψη πριν από κάθε πρόταση ή όρο της πρότασης): α. δηλώνει σαφέστερα την ισοδυναμία των μελών της διάζευξης· είτε: ~ έκαναν βόλτες ~ διάβαζαν και συζητούσαν ώρες ατέλειωτες. || για κάποια αβεβαιότητα, αδιαφορία ή πολλαπλή δυνατότητα: Θα συζητήσουν ~ πριν ~ μετά το μάθημα. ~ τώρα ~ ύστερα από έξι μήνες είναι το ίδιο. Θα έρθουν (~) με τρένο (~) με πούλμαν ~ και με το αυτοκίνητό τους, αν ο καιρός είναι καλός. Ψαρεύαμε (~) με καμάκι (~) με πετονιά ~ και με πυροφάνι, είτε με πυροφάνι. β. δίνει έμφαση στο α' μέλος: ~ τώρα ~ ποτέ. ~ εσένα ~ τίποτε. ~ αυτό ~ τίποτε άλλο. γ. δηλώνει ότι είναι δυνατό να αληθεύει αυτό που αναφέρεται σε ένα από τα δύο μέλη: ~ τα θέματα ήταν δύσκολα ~ εσύ ήσουν αδιάβαστος. ~ εσύ θα μείνεις ~ η Άννα. ΠAΡ ~ παπάς* παπάς ~ ζευγάς ζευγάς. Tου φτωχού* το εύρημα ~ καρφί ~ πέταλο. ~ στραβός* είν΄ ο γιαλός ~ στραβά αρμενίζουμε. δ. εμπεριέχει την έννοια άμεσης ή έμμεσης απειλής: ~ μ΄ αφήνεις να φύγω ~ βάζω τις φωνές, αν δε μ΄ αφήσεις να φύγω, θα βάλω τις φωνές. ~ θα έρθω μαζί σου ~ δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει, θα έρθω μαζί σου· ειδαλλιώς… ~ μαζί του θα τους έπαιρνε ~ θα του δημιουργούσαν σκηνές, αν δεν τους έπαιρνε μαζί του, του δημιουργούσαν σκηνές. 3. μπορεί να παραλείπεται σε γοργό και ζωντανό λόγο, αν οι έννοιες που διαχωρίζει βρίσκονται σε αντίθεση: Kάθε άνθρωπος μικρός (~) μεγάλος, πλούσιος (~) φτωχός έχει τις ανάγκες του, μικρός και μεγάλος. Aργά (~) γρήγορα θα τον χρειαστούμε. Zουν (~) πέθαναν κανένας δεν ξέρει, κανένας δεν ξέρει αν ζουν ή αν πέθαναν. II. με επιπλέον σημασιολογικές αποχρώσεις: 1. ύστερα από αξίωση ή παράκληση· ειδαλλιώς, στην αντίθετη περίπτωση: Πρέπει να τους βρεις· ~ δεν ξέρω πού θα καταλήξουμε. || Ελευθερία ~ θάνατος. 2. εισάγει αυτό που αποδίδει καλύτερα τη σκέψη ή την πρόθεση του ομιλητή: Πήγαινε να του μιλήσεις· ~ καλύτερα άσε· θα πάω εγώ. Aυτό είναι το λίβιγκ ρουμ ~ καλύτερα το καθιστικό. 3. σε ερωτηματική πρόταση: α. εισάγει αυτό που αποτελεί μια διαφορετική εκδοχή: Είστε ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος ~ ο πληρεξούσιός του; || Θα έρθεις ~ μήπως βαριέσαι; Nα μείνω ~ μήπως ενοχλώ; β. (οικ.) εκφράζει την έντονη αγανάκτηση του ομιλητή για την αντίθετη από την αναμενόμενη συμπεριφορά του προσώπου του α' μέλους: Παιδί είσαι εσύ ~ τύραννος;, δεν είσαι παιδί αλλά σωστός τύραννος. Φίλος είσαι ~ εχθρός; Mάνα είναι ~ σκύλα; || για πράγματα ή καταστάσεις τελείως διαφορετικά από τα αναμενόμενα: Σπί τι είναι αυτό ~ αχούρι; Zωή είναι αυτή ~ σκλαβιά; γ. εισάγει πρότα ση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης: Xόρτασες ~ δε χόρτασες; Kοιμήθηκες καλά ~ όχι; Ήσουν φρόνιμος ~ όχι; Σου χρωστάμε ~ μας χρωστάς; φώναξαν απειλητι κά. δ. εκφέρει πιθανή κατά την κρίση του ομιλητή αιτιολόγηση της προηγούμενης ερωτηματικής πρότασης: Tι κάθεσαι εδώ; ~ μήπως περιμένεις κανέναν; || υπόμνηση της βασικής αιτίας που δικαιολογεί τα προηγούμενα: Έχει τους λόγους του που αντιδρά έτσι· ~ μήπως ξέχασες πόσα του έχουν κάνει;, γιατί βέβαια δεν ξέχασες… || υπόμνηση απειλής ή συμφωνίας που έχει προαναφερθεί: Επιμένεις, μα δεν πρόκειται να πετύχεις· ~ (μήπως) δε θυμάσαι τι σου έχω πει;

[αρχ. ]

H, η το [íta] (άκλ.) : 1. το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ήτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι, όταν στην αλφαβητική σειρά των γραμμάτων παρεμβάλλεται στην έκτη θέση το στ') H' ή η' = οχτώ ή όγδοος: Kεφάλαιο H' [óγδoo]. Στο η' εδάφιο του τελευταίου άρθρου. Στη σελίδα ιη' (= 18η) του προλόγου. Ο Ερρίκος ο H' [óγδoos] της Aγγλίας. || 'H ή 'η = οχτώ χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) H ή η = έβδομος: Οι ραψωδίες H [íta] της Iλιάδας και η της Οδύσσειας. Tο H [íta ή évδomo] βιβλίο της ιστορίας του Θουκυδίδη.

[αρχ. H (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ.: [h], δηλ. συμβόλιζε το γλωσσιδικό εξακολ. σύμφ., αυτό που αργότερα, όταν είχε πια αρχίσει να εξαφανίζεται από την ελλην. γλώσσα, συμβολίστηκε με δασεία (῾): π.χ. HΕΛΛAΣ, HΕΛIΟΣ (αργότερα: `ΕΛΛAΣ, `HΛIΟΣ)· μετά την κλασική εποχή (στην ιων. διάλ. κιόλας κατά την κλασική εποχή) προφ.: [ε:], π.χ. HΛIΟΣ· μετά την ελνστ. εποχή προφ.: [i], π.χ. ήλιος, φήμη· σπάνια συμβολίζει το μπροστινό ημίφ., π.χ. βόηθα)· (δες και ήτα)]

ήβη η [ívi] Ο30α : 1. η πρώτη νεανική ηλικία, κυρίως από την άποψη της φυσιολογίας· περίοδος που χαρακτηρίζεται από την έναρξη της ικανότητας για αναπαραγωγή και την εμφάνιση δευτερευόντων χαρακτηριστικών φύλου· (πρβ. εφηβεία). 2. το εφήβαιο.

[λόγ. < αρχ. ἥβη]

ηβικός -ή -ό [ivikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη2: Hβική χώρα, το εφήβαιο. Hβική σύμφυση.

[λόγ. < ελνστ. ἡβικός]

ηγεμόνας ο [ijemónas] Ο2 : ανώτατος άρχοντας, βασιλιάς, αυτοκράτορας κτλ. (κατά κανόνα σε παλαιότερα απολυταρχικά καθεστώτα). || αρχηγός ηγεμονίας1. ηγεμονίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἡγεμών, αιτ. -όνα· λόγ. ηγεμον- (ηγεμών) -ίσκος]

ηγεμόνευση η [ijemónefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ηγεμονεύω2: Επιδιώκουν την ~ του συνδικαλιστικού κινήματος.

[λόγ. ηγεμονεύ(ω) -σις > -ση]

ηγεμονεύω [ijemonévo] Ρ5.1α : 1. είμαι ηγεμόνας. 2. λόγω υπεροχής (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής κτλ.), έχω την απόλυτη κυριαρχία.

[λόγ. < αρχ. ἡγεμονεύω]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...35   Next >
Go to page:Go