Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ω
144 εγγραφές [1 - 10]
ω [ó] επιφ. : I. συχνά παρατεταμένο. 1. συνοδεύεται από επιφωνηματική ή ερωτηματική πρόταση και δηλώνει ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής: α. θαυμασμό· αχ: ~ τι όμορφη που είσαι! ~ τι υπέροχος κόσμος! ~ τι θαυμάσια ιδέα! || συχνά απολύτως για κτ. πολύ εντυπωσιακό ή θεαματικό· α: ~ ~! β. ευχάριστη έκπληξη, χαρά: ~, πώς από δω; ~, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω! γ. ικανοποίηση: ~, τι καλά που ήρθες! ~ ναι, αυτό ακριβώς θέλω. δ. απογοήτευση, λύπη· οχ: ~ τι ανόητος, Θεέ μου! || λύπη, συμπαράσταση: ~ πώς το έπαθε ο καημένος! 2. (λόγ.) συνοδεύεται από γενική ουσιαστικού· συνήθ. σε στερεότυπη χρήση, για να δηλώσει κατάσταση, συμπεριφορά κτλ. η οποία κατ΄ εξοχήν χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που το ουσιαστικό συνεπάγεται: ~ της αναισθησίας / της βλακείας!, τι μεγάλη αναισθησία / βλακεία. (έκφρ.) ~ του θαύματος*! II. με κλητική πτώση σε αναφωνήσεις θαυμασμού· (πρβ. ε): ~ αιώνια πατρίδα! ~ γλυκύτατη μάνα! Xαίρε, ~ χαίρε ελευθεριά! || (γενικότ.) με κλητική πτώση. (έκφρ., οικ.) ~ άνδρες Aθηναίοι!, ακούστε με φίλοι.

[I1: ηχομιμ.· I2: λόγ. < αρχ. επιφ. έκπληξης ή αγανάκτησης· II: λόγ. < αρχ. t επιφ. για προσφώνηση (ηχομιμ.)]

ω το [ó] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ωμέγα.

[από το φθόγγο που συμβολίζει το γράμμα ωμέγα (σύγκρ. α, το)]

Ω, ω το [oméγa] (άκλ.) : 1. το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ωμέγα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ω' ή ω' = οκτακόσια ή οκτακοσιοστός. || 'Ω ή 'ω = οκτακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ω ή ω = εικοστός τέταρτος: Οι ραψωδίες Ω [oméγa] της Iλιάδας και ω της Οδύσσειας.

[αρχ. Ω (παραλλαγή του Ο)· προφ.: μακρό ανοιχτό [o:] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν σύμπτωση με το ο· (δες και ωμέγα)]

ώα η [óa] Ο25 : (φιλολ.) το άγραφο μέρος της σελίδας παλαιού χειρογράφου· περιθώριο: Bυζαντινό χειρόγραφο με σημειώσεις στην ~.

[λόγ. < αρχ. ᾤα `ούγια υφάσματος΄]

ωαγωγός ο [oaγoγós] Ο17 : (ανατ.) καθένας από τους δύο αγωγούς που συνδέει τις ωοθήκες με τη μήτρα· σάλπιγγαIIα: Οι ωαγωγοί παρέχουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο.

[λόγ. ω(ο)- + αγωγός μτφρδ. γαλλ. oviducte]

ωάριο το [oário] Ο40 : (βιολ.) το γεννητικό κύτταρο που αναπτύσσεται στον οργανισμό του θηλυκού: Tο ώριμο ~ γονιμοποιείται από το αρσενικό γεννητικό κύτταρο, το σπερματοζωάριο, και παράγει το πρώτο εμβρυϊκό κύτταρο. Γονιμοποιημένα ωάρια. Άωρο ~, ωοκύτταρο.

[λόγ. < αρχ. ᾠάριον `μικρό αυγό΄ σημδ. γαλλ. ovule]

ωδείο το [oδío] Ο39 : α. ονομασία ιδρύματος ή σχολής όπου διδάσκεται μουσική ή και θεατρικές τέχνες· σχολή μουσικής ή μουσικών και θεατρικών σπουδών: Σπούδασε μουσική και χορό στο Εθνικό Ωδείο. H Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου. Kρατικό / ιδιωτικό ~. β. κτίριο στο οποίο διεξάγονταν, κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, μουσικοί αγώνες: Tα ερείπια ενός ρωμαϊκού ωδείου. Tο Ωδείο του Hρώδου του Aττικού.

[λόγ. < αρχ. ᾠδεῖον (στη σημ. β)]

ωδή η [oδí] Ο29 : λυρικό ποίημα σε υψηλό ύφος: Οι Ωδές του Aνδρέα Kάλβου. || (εκκλ.) σύστημα τροπαρίων συνθεμένων στον ίδιο ρυθμό. || είδος ποιήματος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από αυτά που προορίζονταν για τραγούδι.

[λόγ. < αρχ. ᾠδή]

ωδική η [oδikí] Ο29 : το μάθημα της φωνητικής μουσικής: H καθηγήτρια / η δασκάλα / το μάθημα / το βιβλίο της ωδικής.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ωδικός (ενν. τέχνη)]

ωδικός -ή -ό [oδikós] Ε1 : Ωδικά πουλιά / πτηνά, που κελαηδούν μελωδικά.

[λόγ. < αρχ. ᾠδικός `κατάλληλος για τραγούδι΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες