Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
38 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιάζ [piáz] Ε (άκλ.) : Φασόλια ~, βραστά φασόλια για σαλάτα με λάδι, ξίδι ή λεμόνι, και κρεμμύδι.
[τουρκ. piyaz (από τα περσ.)]
- πλαζ η [pláz] Ο (άκλ.) : εκτεταμένη αμμώδης παραλία, συνήθ. με κάποιες εγκαταστάσεις, που χρησιμοποιείται για θαλασσινά μπάνια και για αναψυχή: H ~ ήταν γεμάτη κόσμο και πολύχρωμες ομπρέλες.
[αντδ. < γαλλ. plage < μσνλατ. plagia `επικλινές έδαφος΄ < θηλ. του αρχ. επιθ. πλάγιος (σύγκρ. πλαγιά)]
- πλακάζ το [plakáz] Ο (άκλ.) : πλέγμα, σχάρα από ξύλινους πήχεις, που καλύπτεται συνήθ. από φύλλα κοντραπλακέ και που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.
[λόγ. < γαλλ. placage]
- πορτμπαγκάζ το [pórtbagáz] Ο (άκλ.) : ειδικός χώρος (στο πίσω μέρος) του αυτοκινήτου, όπου τοποθετούνται οι αποσκευές των επιβατών: Bάλε τις βαλίτσες στο ~.
[λόγ. < γαλλ. porte-bagages]
- ρεπορτάζ το [reportáz] Ο (άκλ.) : η συλλογή ειδήσεων, πληροφοριών κτλ., γύρω από επίκαιρο θέμα ή γεγονός και η παρουσίασή τους σε μια εφημερίδα ή περιοδικό, στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο· (πρβ. ειδησεογραφία): Επίκαιρο / πολιτικό / οικονομικό / αστυνομικό / αθλητικό / καλλιτεχνικό ~. Ελεύθερο ~, που αναφέρεται σε κάθε είδους και γενικού ενδιαφέροντος έκτακτο και επίκαιρο γεγονός ή θέμα. Ραδιοφωνικό / τηλεοπτικό ~. Έκανε ένα ~ για την εγκληματικότητα. Φωτογραφικό ~.
[λόγ. < γαλλ. reportage]
- ροντάζ το [rodáz] Ο (άκλ.) : ροντάρισμα.
[λόγ. < γαλλ. rodage]
- σακ βουαγιάζ το [sák vuajáz] Ο (άκλ.) : ταξιδιωτική τσάντα.
[λόγ. < γαλλ. sac de voyage]
- σαμποτάζ το [sabotáz] Ο (άκλ.) : 1. μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στην πρόκληση καταστροφής στον εχθρό κατά τη διάρκεια πολέμου ή επανάστασης· στρατιωτική επιχείρηση δολιοφθοράς: Tο πρώτο οργανωμένο ~ των αντιστασιακών δυνάμεων κατά των Γερμανών απέτυχε. Παρενοχλούσαν τις δυνάμεις του εχθρού με ~ και αιφνιδιαστικές ενέργειες. 2. μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στη σκόπιμη παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας μιας υπηρεσίας, μιας επιχείρησης κτλ. ως μέσο εκβιασμού για την επίτευξη ενός στόχου.
[λόγ. < γαλλ. sabotage]
- τατουάζ το [tatuáz] Ο (άκλ.) : χάραξη στο δέρμα του ανθρώπου ανεξίτηλων παραστάσεων ή λέξεων, με οξύ όργανο και με ειδική τεχνική που επιτρέπει την εισαγωγή έγχρωμων ουσιών κάτω από την επιδερμίδα· δερματοστιξία: Οι ναυτικοί συνηθίζουν να κάνουν στα χέρια και στο στήθος τους ~.
[λόγ. < γαλλ. tatouage < ρ. tatouer < αγγλ. tatoo (από γλ. της Πολυνησίας)]
- τζαζ η [dzáz] Ο (άκλ.) : 1. μουσικό είδος που προέρχεται από τη λαϊκή μουσική των μαύρων της Bορείου Aμερικής. || (ως επίθ.) που έχει σχέση με αυτό το μουσικό είδος: ~ κομμάτι / εκτέλεση / μουσική. 2. ομάδα μουσικών με έγχορδα κυρίως όργανα, που παίζει μουσική τζαζ: H ~ έπαιζε έξαλλους ρυθμούς.
[αγγλ. jazz]