Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ούλι
49 εγγραφές [11 - 20]
καημενούλι το [kaimenúli] Ο44α : το καημένο: Kουράζεται πολύ το ~. || (ως επίθ.): Tο ~ το γατάκι είναι νηστικό.

[καημέν(ος) -ούλι]

καλούλης -α -ικο / -ι [kalúlis] Ε9 ουδ. και Ο44α : (οικ.) που είναι χαριτωμένος, συμπαθητικός: Kαλούλι σκυλάκι.

[καλ(ός) -ούλης]

καπούλι το [kapúli] Ο44 : 1. (οικ., κυρ. πληθ.) τμήμα της ράχης των υποζυγίων, ανάμεσα στη νεφρική χώρα και στο σημείο έκφυσης της ουράς: Tην έβαλε να καθίσει στα καπούλια του αλόγου. Έδωσε του αλόγου του μια στα καπούλια, για να τρέξει. 2. (ειρ., οικ.) προτεταμένα και κατά συνέπεια αντιαισθητικά οπίσθια του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του γυναικείου: Περπατάει και κουνάει τα καπούλια της.

[μσν. καπούλι(ο)ν υποκορ. του κάπουλα < *σκάπουλα (αποβ. του σ- από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. [tis-ska > tiska > tis-ka) < πληθ. *σκάπουλαι < λατ. scapulae `ωμοπλάτη ανθρώπου ή ζώου΄]

καραούλι το [karaúli] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1α. σκοπιά, φρουρά: Ήταν στο ~ δέκα μερόνυχτα. (έκφρ.) φυλάω ~: Φύλαγαν διπλά καραούλια. || (επέκτ.) παραμονεύω, καραδοκώ. β. παρατηρητήριο: Στήσανε καραούλια στα ψηλώματα. || (οικ.) καθένα από τα σημεία από όπου γίνεται η επιτήρηση των δασών. γ. ενέδρα, συνήθ. στην έκφραση στήνω ~. 2. σκοπός, φρουρός: Tα μάτια σου τέσσερα στο ~.

[τουρκ. karavul (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.)]

καρούλι το [karúli] Ο44 : 1. ξύλινος ή μεταλλικός κύλινδρος με πεπλατυσμένα άκρα, γύρω από τον οποίο τυλίγεται νήμα, καλώδιο, ταινία κτλ. || κουβαρίστρα. ΦΡ αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, σε περιπτώσεις παραδοξολογίας ή απίθανης υποθετικής κρίσης. 2α. μικρός τροχός που τοποθετείται κάτω από έπιπλα για την εύκολη μετακίνησή τους· ροδίτσα. β. ο μικρός τροχός τροχαλίας και με επέκταση, η τροχαλία. καρουλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. καρούλι `τροχαλία΄ υποκορ. του αρχ. κάρ(υον) `σφαιρικό σώμα για τύλιγμα σκοινιού΄ -ούλι]

καψούλι το [kapsúli] Ο44 : μεταλλική θήκη με πυροκροτική ύλη που μεταδίδει τη φωτιά στο γέμισμα του φυσιγγίου.

[καψούλ(α) υποκορ. ]

κλωσόπουλο το [klosópulo] Ο41 & κλωσοπούλι το [klosopúli] Ο44 : ο νεοσσός της κότας. κλωσοπουλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κλωσσόπουλον < κλώσσ(α δες στο κλώσα) -όπουλον (ορθογρ. απλοπ.)· κλώσ(α) -ο- + πουλ(ί) -ι]

κοκκινογούλι το [kokinoγúli] Ο44 : το παντζάρι.

[μσν. κοκκινογούλι < κοκκινο- + γουλ(ί) -ι]

κουκούλι το [kukúli] Ο44 : 1. νηματοειδές περίβλημα της προνύμφης διάφορων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα. 2. (προφ.) ως θετικός χαρακτηρισμός, για κτ. πολύ άσπρο και μαλακό: ~ έγιναν τα σεντόνια / τα χέρια μου.

[μσν. κουκούλλιν < ελνστ. κουκούλλιον < λατ. cucull(us) -ιον (πρβ. κουκούλα) (ορθογρ. απλοπ.)]

κρυφτούλι το [kriftúli] Ο44α : 1. το κρυφτό. 2. (μτφ., οικ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπεκφυγές και κρυψίνοια.

[κρυφτ(ό) -ούλι]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες