Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
66 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οκτάστηλος -η -ο [oktástilos] & οχτάστηλος -η -ο [oxtástilos] Ε5 : (για κείμενο) που καλύπτει οχτώ στήλες της σελίδας στην οποία είναι τυπωμένο: H είδηση δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες με οκτάστηλους τίτλους. Οχτάστηλο άρθρο. || (ως ουσ.) το οκτάστηλο & το οχτάστηλο, για οκτάστηλο τίτλο ή άλλο κείμενο.
[λόγ. οκτα- + στήλ(η) -ος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτάστιχος -η -ο [oktástixos] & οχτάστιχος -η -ο [oxtástixos] Ε5 : που έχει οχτώ στίχους: Οκτάστιχο ποίημα. || (ως ουσ.) το οκτάστιχο & το οχτάστιχο, η οκτάστιχη στροφή.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτάστιχος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτασύλλαβος -η -ο [oktasílavos] & οχτασύλλαβος -η -ο [oxtasílavos] Ε5 : που έχει οχτώ συλλαβές: Οκτασύλλαβη λέξη. || (μετρ.) ~ στίχος και ως ουσ. ο οκτασύλλαβος, στίχος που αποτελείται από οχτώ συλλαβές.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτασύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτάχρονος -η -ο [oktáxronos] & οχτάχρονος -η -ο [oxtáxronos] Ε5 : που διαρκεί οχτώ χρόνια: Ένας ~ πόλεμος. || (για πρόσ.) που είναι οχτώ χρόνων: Ένα οκτάχρονο αγόρι. || (ως ουσ.) ο οκτάχρονος, θηλ. οκτάχρονη, για παιδί οχτώ χρονών.
[λόγ. οκτα- + -χρονος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (πρβ. ελνστ. ὀκτάχρονος `που αποτελείται από οχτώ χρονικές ενότητες΄)]
- οκτάωρος -η -ο [oktáoros] & οχτάωρος -η -ο [oxtáoros] Ε5 : που διαρκεί οχτώ ώρες: Οκτάωρη πορεία / δουλειά / ανάπαυση. ~ ύπνος. || (ως ουσ.) το οκτάωρο & το οχτάωρο, διάστημα οχτώ ωρών, ιδίως ως ανώτατο νόμιμο όριο ημερήσιας απασχόλησης ενός εργάτη ή υπαλλήλου: Kατάκτηση / τήρηση / παραβίαση του οχτάωρου. Mετά το οχτάωρό του αισθάνεται εξουθενωμένος.
[λόγ. οκτα- + ώρ(α) -ος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- Οκτώβρης ο [októvris] & Οχτώβρης ο [oxtóvris] Ο11 : (προφ.) Οκτώβριος.
[-χτ-: μσν. Οκτώβρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. Ὀκτώβριος με αποφυγή της χασμ.· -κτ-: λόγ. επίδρ.]
- οκτωβριανός -ή -ό [oktovrianós] & οχτωβριανός -ή -ό [oxtovrianós] Ε1 : που έχει σχέση με το μήνα Οκτώβριο: Οκτωβριανή επανάσταση, που έγινε από τους μπολσεβίκους στα 1917. || (ως ουσ.) τα οκτωβριανά, συγκρούσεις γαλλικών αγημάτων με ελληνικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1916 στην Aθήνα.
[λόγ. Οκτώβρι(ος) -ανός απόδ. γαλλ. d΄Οctobre· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οχ [óx] επιφ. : (προφ.) δηλώνει κούραση, πόνο, απελπισία, έντονη δυσαρέσκεια, αδιαφορία κτλ.: ~, Θεέ μου! ~ τι καημός είναι αυτός! ~ ξέχασα να του τηλεφωνήσω! || (ως ουσ.): Ένα ~ βγαίνει από μέσα του, για μεγάλη στενοχώρια.
[ηχομιμ.]
- οχαδερφισμός ο [oxaδerfizmós] Ο17 (χωρίς πληθ.) : συμπεριφορά, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία, έλλειψη ενεργητικότητας, αποποίηση ευθυνών κτλ.
[λόγ. < φρ. οχ αδερφ(έ) -ισμός]
- οχεία η [oxía] Ο25 : (λόγ., για αρσ. ζώο) ζευγάρωμα με το θηλυκό.
[λόγ. < αρχ. ὀχεία]