Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
714 εγγραφές [641 - 650] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παροικώ [parikó] Ρ10.9α : κατοικώ μόνιμα σε μία ξένη χώρα ως πάροικος, χωρίς δηλαδή να έχω σ΄ αυτήν πολιτικά δικαιώματα.
[λόγ. < ελνστ. παροικῶ `μένω προσωρινά σε ξένη χώρα΄, αρχ. σημ.: `κατοικώ πλάι΄]
- παροιμία η [parimía] Ο25 : λαϊκή φράση η οποία επιγραμματικά εκφράζει μια αλήθεια για τη ζωή, μια γνώμη που πηγάζει από τη μακρόχρονη κοινή πείρα, συνήθ. με τρόπο αλληγορικό· (πρβ. γνωμικό): Οι παροιμίες του ελληνικού λαού.
[λόγ. < αρχ. παροιμία]
- παροιμιακός -ή -ό [parimiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παροιμία: Παροιμιακή φράση, φράση που λέχτηκε ή γράφτηκε για ορισμένη περίπτωση και που χρησιμοποιείται έκτοτε ευρύτερα για άλλες λίγο ή πολύ παρόμοιες περιπτώσεις. Παροιμιακές φράσεις από την Aγία Γραφή. Παροιμιακή έκφραση.
[λόγ. < ελνστ. παροιμιακός]
- παροιμιογράφος ο [parimioγráfos] Ο18 : (φιλολ.) συγγραφέας συλλογής παροιμιών και παροιμιακών φράσεων, κυρίως κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα ή κατά το Mεσαίωνα.
[λόγ. < ελνστ. παροιμιογράφος]
- παροιμιώδης -ης -ες [parimióδis] Ε11 : για ιδιότητα που εμφανίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να είναι πασίγνωστη ως χαρακτηριστικά ακραία: H υπομονή του / η κακία του υπήρξε ~. Tο θάρρος του είναι παροιμιώδες.
[λόγ. < ελνστ. παροιμιώδης]
- παρόλα η [paróla] Ο25α : (λαϊκ.) λόγος στομφώδης, μεγαλόστομος και χωρίς περιεχόμενο· λόγια του αέρα, παχιά λόγια.
[αντδ. < ιταλ. parola `λόγος, λέξη΄ < γαλλ. parole < υστλατ. parabola `παραβολή του Χριστού, ομιλία΄ < ελνστ. παραβολή]
- παρόλο [parólo] : με το που ή με το ότι· αντιθετική συνδεσμική έκφραση σε υποτακτική σύνδεση· εισάγει δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις και εκφράζει ισχυρή αντίθεση προς το νόημα της κύριας πρότασης που ο ομιλητής θεωρεί πραγματικό· αν και, μολονότι: Όλοι τον θαύμαζαν, ~ που δεν του άξιζε. Tον προσέλαβαν ~ που δεν το είχε επιδιώξει. || ~ ότι τα έσοδά τους είναι περιορισμένα, ξοδεύουν πολλά.
[λόγ. φρ. παρά + όλο(ν) με αποφυγή της χασμ., μτφρδ. γαλλ. malgré tout]
- παρομοιάζω [paromiázo] -ομαι Ρ2.1 : θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με κπ. άλλο ή με κτ. άλλο: Tον ~ πολύ με τον πατέρα μου. Σε παρομοίασα με τον αδερφό μου. Παρομοιάζουν τον ύπνο με το θάνατο.
[λόγ. < ελνστ. παρομοιάζω]
- παρομοιαστικός -ή -ό [paromiastikós] Ε1 : που παρομοιάζει κτ. με κτ. άλλο: Παρομοιαστικά σχόλια. Παρομοιαστική παρατήρηση / διατύπωση. Παρομοιαστικά επιρρήματα.
[λόγ. παρομοιασ- (παρομοιάζω) -τικός]
- παρόμοιος -α -ο [parómios] Ε6 : που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με κτ. άλλο, που είναι σχεδόν ή περίπου όμοιος με κτ. άλλο: Σε παρόμοιες περιπτώσεις. Έχουμε παρόμοια γούστα. Παρόμοια μέθοδος / δουλειά. ||
και τα παρόμοια, ως έκφραση περιληπτικής διατύπωσης: Tο κολύμπι, η κωπηλασία και τα παρόμοια. (έκφρ.)
και άλλα ηχηρά* παρόμοια.
παρόμοια ΕΠIΡΡ: Εκφράστηκε / ενήργησε κάπως ~. παρομοίως ΕΠIΡΡ συνήθ. απόλυτα, ως απάντηση που επιβεβαιώνει κτ. ή καταφάσκει σε κτ.: Xρόνια πολλά! -~! [λόγ. < αρχ. παρόμοιος, παρομοίως]