Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: που
75 εγγραφές [41 - 50]
πούντιασμα το [púndjazma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του πουντιάζω, το (βαρύ) κρυολόγημα, η πούντα.

[πουντιασ- (πουντιάζω) -μα]

πουπουλένιος -α -ο [pupulénos] Ε4 : 1. που τον έχουν φτιάξει, που τον έχουν γεμίσει με πούπουλα: Πουπουλένια μαξιλάρια / στρώματα. 2. (μτφ.) πολύ ελαφρός και μαλακός.

[πούπουλ(ο) -ένιος]

πούπουλο το [púpulo] Ο41 : I1. το μαλακό χνουδωτό φτέρωμα των πτηνών: Έβρασε την κότα και μετά άρχισε να μαδάει τα φτερά και τα πούπουλά της. Mε τα πούπουλα της χήνας γεμίζουν μαξιλάρια και στρώμα τα. Aρρώστησε το πουλί κι έπεσαν τα πούπουλά του. (έκφρ.) σαν ~, για κτ. πολύ ελαφρό: Σήκωνε τα σακιά του τσιμέντου σαν ~, σαν να ήταν από πούπουλο. ΦΡ στα πούπουλα, σε συνθήκες μεγάλης άνεσης, περιποίησης, πολυτέλειας: Mεγάλωσε / ανατράφηκε στα πούπουλα. Tη γυναίκα που θα πάρω θα την έχω στα πούπουλα. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ ελαφρό: Οι βαριές σιδερένιες μπάλες ήταν ~ στα δυνατά του χέρια. II. ξεσκονιστήρι φτιαγμένο από πούπουλα· (πρβ. φτερό).

[ίσως ιταλ. (διαλεκτ.) puppolo `μπούφος΄ εξαιτίας των μαλακών φτερών του πουλιού ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]

πουργκατόριο το [purgatório] Ο41 : το καθαρτήριο2.

[λόγ. < ιταλ. purga torio (πρβ. μσν. πουργατόριον)]

πουρές ο [purés] Ο13 & πουρέ το [puré] Ο (άκλ.) : είδος πολτού κυρίως από λιωμένες πατάτες αλλά και από όσπρια ή χορταρικά: Πατάτα / σπανάκι ~. || το αντίστοιχο φαγητό: Φάγαμε πατάτες / σπανάκι πουρέ.

[ιταλ. pur(e) -ές· λόγ. κατά το γαλλ. purée]

πουρεύω [purévo] Ρ5.2α : (λαϊκ., προφ.) γερνώ, παρακμάζω.

[πουρ(ό) -εύω]

πουρί το [purí] Ο43 : ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρω μα σε μαγειρικά σκεύη, σε σωλήνες, σε είδη υγιεινής κτλ.: H κατσαρόλα / το μπρίκι / ο νιπτήρας / ο σωλήνας του νερού έπιασε ~. || Tα δόντια μου έπιασαν ~, ακαθαρσίες από υπολείμματα τροφών ή πέτρα2. || (επέκτ.) υπόλειμμα που επικάθεται σε μια επιφάνεια: Tα μπουριά θέλουν τίναγμα, γιατί έπιασαν ~. Tα πνευμόνια του έπιασαν ~ από το κάπνισμα.

[ελνστ. πωρίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) υποκορ. του αρχ. πῶρος `ασβεστόλιθος΄]

πουριτανικός -ή -ό [puritanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πουριτανό ή στον πουριτανισμό: Πουριτανικές αντιλήψεις / απόψεις. πουριτανικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πουριταν(ός) -ικός]

πουριτανισμός ο [puritanizmós] Ο17 : 1. κοινωνική αντίληψη (συχνά υποκριτική), που χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη αυστηρότητα και από συντηρητισμό σε σχέση με τα ήθη και την ηθική, ιδίως όσον αφορά την ερωτική, σεξουαλική συμπεριφορά: Οι απόψεις του για τις ερωτικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από έντονο πουριτανισμό. 2. αίρεση της αγγλικανικής εκκλησίας που υποστήριζε την απλούστευση των θρησκευτικών τύπων και την αυστηρότητα των ηθών.

[λόγ. πουριταν(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. puritanism]

πουριτανός ο [puritanós] Ο17 θηλ. πουριτανή [puritaní] Ο29 : 1. άτομο που χαρακτηρίζεται (συχνά υποκριτικά) από άκρως αυστηρές και συντη ρητικές αντιλήψεις για την ηθική και ιδίως σε ό,τι αφορά την ερωτική και σεξουαλική συμπεριφορά: Στις σχέσεις του με τις γυναίκες είναι ~. 2. οπαδός της αίρεσης του πουριτανισμού2.

[λόγ. < αγγλ. Ρuritan -ός (ορθογρ. δαν.) < υστλατ. puritas `αγνότητα΄· λόγ. πουριταν(ός) -ή]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες