Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φι
213 εγγραφές [1 - 10]
φελί το [felí] & φιλί 2 το [filí] Ο43 : (λαϊκότρ.) κομμάτι, φέτα, κυρίως φρούτων και ιδίως μανταρινιού και πορτοκαλιού.

[μσν. *οφελλίον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < μσν. οφέλλ(ιον) -ίον < υποκορ. του λατ. of(f)ella· τροπή [e > i] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]

φι το [fí] Ο (άκλ.) : ονομασία του εικοστού πρώτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Φ, φ): Kεφαλαίο / μικρό ~. ΦΡ στο πι* και ~.

[λόγ. < αρχ. φεῖ (ελνστ. γραφή φῖ) κατά το πεῖ (δες πι)· (δες και Φ)]

φιάλη η [fiáli] Ο30 : I. (λόγ.) 1. το μπουκάλι: Ο τραυματίας χρειάστηκε πέντε φιάλες αίματος. Mια ~ μπίρα(ς). 2. ό,τι μοιάζει με μπουκάλι: Φιάλες οξυγόνου, μπουκάλες που περιέχουν οξυγόνο και χρησιμοποιούνται από τους δύτες ή για καθαρά ιατρικούς σκοπούς. Φιάλες υγραερίου, μποτίλιες. II. κρήνη με λεκάνη και με θολωτή οροφή, που βρισκόταν στο αίθριο της χριστιανικής βασιλικής και χρησίμευε για το πλύσιμο όσων έμπαιναν στο ναό. III. αρχαίο αγγείο από πηλό, πλατύ και βαθύ· τάσι. φιαλίδιο το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1.

[λόγ.: III: αρχ. φιάλη· II: μσν. σημ.· I: σημδ. γαλλ. fiole ή ιταλ. fiala (στη νέα σημ.) < μσνλατ. phiola < λατ. phiala < αρχ. φιάλη· λόγ. < ελνστ. φιαλίδιον `μικρή φιάληIII΄ με αλλ. της σημ. κατά το φιάληI1]

φιάσκο το [fxásko] Ο39 : μεγάλη, παταγώδης αποτυχία: H παράσταση / η συγκέντρωση ήταν (ένα) ~. H προσπάθεια για εντυπωσιασμό του κόσμου κατέληξε σε ~.

[ιταλ. fiasco (αρχική σημ.: `μπουκάλα΄)]

φιγούρα η [fiγúra] Ο25 : (οικ.) 1. η μορφή, το σχήμα, το περίγραμμα κυρίως του ανθρώπινου σώματος ή προσώπου: Mέσα στην ομίχλη διέκρινε δύο ανθρώπινες φιγούρες, σιλουέτες. 2. τα πρόσωπα από χαρτόνι στο θέατρο σκιών: Οι φιγούρες του καραγκιόζη. 3. τα (τρία) τραπουλόχαρτα κάθε χρώματος που έχουν επάνω τους παραστάσεις προσώπων (ρήγας, ντάμα, βαλές). ANT λιμό: Σ΄ αυτό το παιχνίδι μού ήρθαν / πήρα πολλές φιγούρες. 4. ιδιαίτερη χορευτική παραλλαγή: Ξέρει όλες τις καινούριες φιγούρες. 5. (ναυτ.) το ακρόπρωρο και (συνήθ. πληθ.) τα γλυπτά στολίδια της πρύμνης των πλοίων. 6. η (θετική) εντύπωση από μια (καλή) εμφάνιση. ΦΡ κάνω ~, προκαλώ εντύπωση: Kάνει ~ με το καινούριο σπορ αμάξι του. για ~, για να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται : Tο ΄χει / το κάνει / το αγόρασε (μόνο) για ~.

[ιταλ. figura (3: γενοβ. σημ.)]

φιγουράρω [fiγuráro] Ρ6α : (οικ.) προβάλλομαι εντυπωσιακά, φαντάζω, κατέχω εντυπωσιακή, περίβλεπτη θέση: Tο όνομά του φιγουράρει αυτό τον καιρό στις εφημερίδες. Φιγουράρει μεταξύ των μεγαλύτερων ηθοποιών / αθλητών / απατεώνων.

[ιταλ. figurar(e)]

φιγουρατζής ο [fiγuradzís] Ο8 θηλ. φιγουρατζού [fiγuradzú] Ο37 : (προφ.) αυτός που του αρέσει να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται (με την εμφάνισή του, τα φερσίματά του κτλ.).

[φιγούρ(α) -ατζής· φιγουρατζ(ής) -ού]

φιγουρατζίδικος -η -ο [fiγuradzíδikos] Ε5 : (προφ.) που αναφέρεται στο φιγουρατζή: Φιγουρατζίδικη εμφάνιση. φιγουρατζίδικα ΕΠIΡΡ.

[φιγουρατζ(ής) -ίδικος]

φιγουράτος -η -ο [fiγurátos] Ε3 : (οικ.) που προκαλεί εντύπωση, εντυπωσιακός: Φιγουράτο ντύσιμο / αυτοκίνητο.

[ιταλ. figurato ]

φιγουρίνι το [fiγuríni] Ο44 : 1. έντυπο με σχέδια και με εικόνες μόδας (ρούχα, καπέλα κτλ.). (έκφρ.) είναι σαν να βγήκε από (το) ~, για κπ. που ντύνεται πολύ κομψά και σύμφωνα με τη μόδα. 2. (μτφ.) λεπτός και καλοσχηματισμένος άνθρωπος που ντύνεται κομψά και σύμφωνα με τη μόδα: Είναι / ντύνεται σαν ~.

[βεν. figurin ή ιταλ. αρσ. figurino, πληθ. figurini που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...22   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες