Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -γόνος -ος -ο [γónos] θηλ. (σπάν.) & -α : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα να προκαλεί αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αλλεργιο~, ασφυξιο~, δακρυ~, καρκινο~, σιελο~, σμηγματο~, σπερματο~.
[λόγ. < διεθ. -gon < αρχ. -γόνος `που παράγει΄, θ. συγγ. του ρ. γί(γ)νομαι (σύγκρ. γόνος) ως β' συνθ.: αρχ. παιδο-γόνος `που κάνει παιδιά΄ & διεθ. -gen < αρχ. -γόνος (σφαλερά αντί -gon): οξυ-γόνο, υδρο-γόνο < γαλλ. oxygène, hydrogène]
- -ικός 2 -ική -ικό θηλ. (σπανιότ., προφ.) & -ικιά : I. επίθημα επιθέτων παράγωγων: α. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτότυπη λέξη, έχει τα χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (δημοκρατία) δημοκρατικός, (επιστήμονας) επιστημονικός, (ιστορία) ιστορικός, (μαίανδρος) μαιανδρικός, (μέτωπο) μετωπικός, (κέντρο) κεντρικός, (σφαίρα) σφαιρικός, (τηλέφωνο) τηλεφωνικός, (χάρισμα) χαρισματικός. || (λαός) λαϊκός, που ανήκει ή προέρχεται από το λαό· (λόγος) λογικός, που είναι σύμφωνος με τον (ορθό) λόγο· (βασιλιάς) βασιλικός, που ταιριάζει, ανήκει σε βασιλιά ή που είναι οπαδός του. β. από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή είναι κατάλληλο γι΄ αυτό· (πρβ. -τικός): (δημιουργώ) δημιουργικός, (καρτερώ) καρτερικός, (πειθαρχώ) πειθαρχικός. II1. με ουσιαστικοποίηση του θηλυκού του επιθέτου στον ενικό αριθμό σχηματίζει αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν τέχνη, επιστήμη, μάθηση σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (γλυπτικός) γλυπτική, (γραμματικός) γραμματική, (ηθικός) ηθική, (μαιευτικός) μαιευτική, (παιδιατρικός) παιδιατρική· πληροφορική, κυβερνητική. 2. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό: α. δηλώνει τέχνη, επιστήμη, μάθηση σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: μαθηματικά, οικονομικά, οικοκυρικά. β. σε περιληπτικά ουσιαστικά: ασημικά, γυαλικά, διαμαντικά, κουζινικά, λαχανικά, σιδερικά, χορταρικά. γ. (επιστ.) δηλώνει συνομοταξία ή γενικά μεγάλη κατηγορία ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά, συνήθ. ως απόδοση ξένων όρων: μηρυκαστικά, τρωκτικά. δ. (ιατρ.) δίνει τη γενική ονομασία παρεμφερών ασθενειών που αφορούν το μέρος του σώματος που συνήθ. εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εντερικά, μητρικά. 3. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου: α. ορεκτικό, ψυχικό. || οικονομικά: Tα οικονομικά μας δεν πηγαίνουν πολύ καλά. β. (συνήθ. προφ.) σε περιληπτικά ουδέτερα ουσιαστικά: ασημικό, διαμαντικό, λουλουδικό, χρυσαφικό: Ήταν γεμάτη χρυσαφικό· (πρβ. το μη περιληπτικό: Tης αγόρασαν για το γάμο της ένα ασημικό).
[Iβ: αρχ. μετον. (ιδ. μετουσ.) επίθημα -ικός (το πιο κοινό επίθημα επιθέτων) που τελικά συνδέθηκε και με ρ., στις σημ.: `κατάλληλος για , που έχει τη φύση του ΄: αρχ. Πελασγ-ικός (< Πελασγ-οί), βασιλ-ικός `που έχει χαρακτηριστικά βασιλιά, κατάλληλος για βασιλιάς, που ανήκει σε βασιλιά΄ (< βασιλ-εύς), φιλ-ικός (< φίλ-ος) (δες και -τικός)· Iα: λόγ. < αρχ. -ικός: αρχ. ἱστορ-ικός (< ἱστορ-ία) & νλατ. -icus < λατ. -icus, ιδ. για δήλωση τέχνης ή επιστήμης < (εν μέρει) αρχ. -ικός: προϊστορ-ικός < γαλλ. préhistorique, ηλεκτρον-ικός < διεθ. electronic & απόδ. του νλατ. -ia (ουδ. πληθ. ουσ.) δηλωτικό συνομοταξίας φυτών ή ζώων > -ικά (ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. στον πληθ.): cryptogamia > κρυπτογαμ-ικά· II1: λόγ. < αρχ. -ική, ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθήματος -ικός, για δήλωση επιστήμης ή τέχνης: αρχ. ἰατρ-ική, μουσ-ική, γραμματ-ική, καθώς και γλώσσας: αρχ. ἑλλην-ική, περσ-ική & λόγ. < νλατ. -ica < λατ. -ica < αρχ. -ική, για δήλωση επιστημών, τεχνολογιών κτλ.: ηλεκτρον-ική < γαλλ. électronique ή αγγλ. electronics· II2α, γ: λόγ. < αρχ. -ικά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθήματος -ικός: αρχ. πολιτ-ικά (ενν. πράγματα), γραμματ-ικά, ἑλλην-ικά (ενν. γράμματα)· II2β, δ: ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθήματος -ικός· II3: ελνστ. -ικόν, ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθήματος -ικός: ελνστ. ψυχ-ικόν (δες λ.)]
- -ουργός -ός -ό θηλ. (σπάν.) & -ή : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα με λόγια προέλευση· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προκαλεί τη δημιουργία αυτού που υπάρχει ως α' συνθετικό: γενεσι~.
[λόγ. < ελνστ. -ουργός < αρχ. -ουργός (δες -ουργός ουσ.): ελνστ. γενεσι-ουργός]
- -παραγωγός -ός / -ή -ό [paraγoγós] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη παραγωγή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακο~, καπνο~, σιτο~. || ηλεκτρο~, θερμο~, πετρελαιο~.
[λόγ. < -παραγωγός (ουσ.) ως β' συνθ. μτφρδ.: πετρελαιο-παραγωγός < αγγλ. oil producing]
- -τζίδικος -τζίδικη -τζίδικο [dzíδikos] & -ατζίδικος -ατζίδικη -ατζίδικο [adzíδikos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίδικος): (έτοιμος) ετοιματζίδικος· (εφέ) εφετζίδικος.
[σύνθετο επίθημα -τζ(ής), -ατζ(ής) -ίδικος]
- -φάγος -ος -ο [fáγos] θηλ. (προφ.) & -α : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα. 1. χαρακτηρίζει έμβια όντα από το είδος της τροφής τους: σαρκο~, φυτο~. || παμ~. 2. με ουσιαστικοποίηση: α. του αρσενικού και του θηλυκού γένους, χαρακτηρίζει το πρόσωπο που τρώει, που του αρέσει να τρώει ή που τρώει αποκλειστικά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κρεο~, τυρο~, χορτο~, ψαρο~, ψωμο~. || (μτφ.) βιβλιο~, εφημεριδο~, οικοπεδο~. β. του αρσενικού γένους, χρησιμοποιείται στην κοινή ονομασία ζώων ή εντόμων που τρέφονται κυρίως από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κρεμμυδο~, μελισσο~, μυρμηγκο~. γ. του πληθυντικού του ουδέτερου γένους, χρησιμοποιείται σε περιληπτικά ουσιαστικά: τα φυτοφάγα. || (ανατ.) μακροφάγα.
[φαγ- συνοπτ. θ. του τρώω -ος & λόγ. < αρχ. -φάγος (< φαγ- συνοπτ. θ. του ἐσθίω `τρώγω΄ -ος) ως β' συνθ.: αρχ. ὠμο-φάγος, ἀνθρωπο-φάγος & διεθ. -phag < αρχ. -φάγος: εντομο-φάγος < γαλλ. entomophage & μτφρδ.: μυρμηγκο-φάγος < αγγλ. anteater]
- -φόρος -ος -ο [fóros] θηλ. (προφ.) & -α : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά που προέρχονται από ουσιαστικοποίη ση του αρσενικού ή του ουδέτερου γένους του επιθέτου· δηλώνει αυτόν: 1. που μεταφέρει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: υδρο~. || με ουσια στικοποίηση του ουδέτερου γένους: ιστιοφόρο, πετρελαιοφόρο, ασθενοφόρο, βυτιοφόρο· με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους: αγγελιο~, ροπαλο~, σημαιο~, τυφεκιο~, που φέρει, κρατά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό. 2. που φέρει, έχει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: μαρσιποφόρο ζώο, οπωροφόρο δέντρο· (με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους): βαθμο~, γενειο~, δαφνη~, στεφανη~· (με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους): τροχοφόρο. 3. που πετυχαίνει, προκαλεί, επιφέρει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κερδο~, νικη~· (με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους): αθλο~.
[λόγ. < αρχ. -φόρος (θ. συγγ. του ρ. φέρω) ως β' συνθ.: αρχ. ἀγγελια-φόρος, ἀχθο-φόρος, ἀνθο-φόρος, νικη-φόρος & διεθ. -phorus < αρχ. -φόρος: ριζό-φορα, κλαδό-φορα < νλατ. rhizophora, cladophora `είδος φυκιών΄]
- καθένας, καθεμιά / καθεμία, καθένα [kaθénas] αντων. αόρ. ενικού αριθμού (βλ. ένας) : με άρθρο ή χωρίς άρθρο, σε θέση ουσιαστικού ή επιθέτου με αναφορά: 1. στο κάθε πρόσωπο ζώο ή πράγμα χωριστά· κάθε: ~ μαθητής (χωριστά) είναι υπεύθυνος για την τάξη του. Kαθεμιά οικογένεια. Kαθένα παιδί. ~ ας νοιαστεί για τον εαυτό του. Στον καθένα αναλογούσαν πέντε βιβλία. ~ με τη σειρά του. ΠAΡ έκφρ. (δώδεκα Aπόστολοι) ~ με τον πόνο του, κάθε άνθρωπος έχει το δικό του ιδιαίτερο πρόβλημα. || (με την προσ. αντων.) ύστερα από λέξη που δηλώνει σύνολο: Είναι τρεις συνέταιροι αλλά ο ~ τους δουλεύει και ανεξάρτητα. Είναι πέντε ομιλητές και ο ~ από αυτούς θα μιλήσει είκοσι λεπτά. 2α. στο αρσενικό γένος με αναφορά σε οποιοδήποτε πρόσωπο, άρα σε όλους γενικά και όχι συγκεκριμένα: (Ο) ~ το καταλαβαίνει, όλοι. Δεν είναι δουλειά του καθενός να σε συμβουλεύει, δεν μπορούν όλοι να
β. σε αρνητική μειωτική χρήση για να δηλώσει το κατάλληλο για την περίπτωση πρόσω πο· ο οποιοσδήποτε: Δεν μπορεί να έρχεται ο ~ άσχετος να λέει την άπο ψή του. Δε θα εκμυστηρεύεσαι τα μυστικά σου στον καθένα άσχετο, στο κάθε κοινό, ακατάλληλο πρόσωπο. Δεν είναι ο ~, είναι ο αδερφός σου.
[μσν. καθένας < ελνστ. καθείς (< φρ. καθ΄ εxς `ο ένας μετά τον άλλον΄ < φρ. ἕν καθ΄ έν `ένα ένα΄), κατά την εξέλ. εxς > ένας]
- κανένας / κανείς, καμία / καμιά, κανένα [kanénas] αντων. (βλ. ένας) : 1. (σε καταφατικές ή ερωτηματικές προτάσεις) με αόριστη χρήση, όταν ο ομιλητής δεν αναφέρεται σε κτ. συγκεκριμένο· ένας οποιοσδήποτε, κάποιος: Kάπου κάπου ~ περαστικός περνούσε βιαστικός από το δρόμο μας. Θέλεις να δούμε καμιά κασέτα / κανένα θρίλερ; Yπάρχει καμιά ερώτηση / απορία / ιδιαίτερη προτίμηση; Θέλει κανείς / καμιά (από σας) να τους συνοδεύσει; Aν με ζητήσει κανείς πες ότι είχα δουλειά. (έκφρ.) καμιά φορά*. || (ως ουσ.): Ήρθε κανείς; - Kανείς. 2. για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής θέλει να δηλώσει αόριστα τη μη παρουσία έστω και ενός προσώπου, ζώου ή πράγματος· (πρβ. ούτε ένας / μια / ένα σε περιπτώσεις έμφασης). α. σε αρνητικές προτάσεις: Δεν ξέρω κανέναν ειδικό για την περίπτωσή του. Kανείς δάσκαλος δεν μπορεί να τον βοηθήσει, αν ο ίδιος δε στρωθεί να διαβάσει. Kανείς δεν τερμάτισε. Δεν είναι ~ χαζός· κατάλαβε καλά τι εννοούσαν. Kανείς / ~ δεν τον ήξερε. Kανείς από μας / σας / αυτούς ή κανείς μας / σας / τους δε μας βοήθησε. || σε επιμερισμό: Mην πεις τίποτε σε κανέναν τους, σε καμία τους. Nα μη μιλήσει κανείς σας. Kανείς τους δεν του παραστάθηκε. || σε μονολεκτική απάντηση που ισοδυναμεί με αρνητική πρόταση· ούτε ένας: Ποιος μίλησε / βοήθησε / φώναξε / έτρεξε; - Kανείς. Ποιο χρώμα σού αρέσει; - Kανένα. (έκφρ.) σε καμιά περίπτωση*. κανένα πρόβλημα*. β. κάποτε ανάλογα με τον τόνο της φωνής έχει θετική αόριστη σημασία· κάποιος: Δε συνάντησα κανένα γνωστό, κάποιο γνωστό· (πρβ. δε συνάντησα κανένα γνωστό (με ισχυρό τόνο στη λ. κανένα), ούτε έναν). Aς πούμε και καμία κουβέντα, ας συζητήσουμε κάτι. 3. στο αρσενικό γένος με γενική και αόριστη αναφορά στον κάθε άνθρωπο: Εύκολα κανείς ξεκινά αλλά δύσκολα τελειώνει. || σε γενικότερη και ίσως ευγενικότερη διατύπωση αντί για το α' πρόσωπο ενικού ή και πληθυντικού: Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει, θα μπορούσα να ρωτήσω. Πρέπει κανείς να οδηγεί προσεχτικά, να οδηγούμε προσεχτι κά. 4α. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα για να δηλωθεί σχετικά με αυτά κάποια αόριστη πιθανότητα ή μειωτική χροιά: Aν τύχει και έρθει ~ Γιώργος, πες του να περιμένει. Σίγουρα καμιά Kαίτη θα συνάντησες για να τα ξέρεις αυτά. Σίγουρα κανένα γιατρουδάκι θα τον εξέτασε. β. για να σχηματίσει έναν επιεικέστερο από τον κανονικό αντίθετο τύπο ενός επιθέτου: Δεν είναι και ~ νέος, είναι μάλλον ηλικιωμένος. Δεν ήταν και καμιά όμορφη· μάλλον ασχημούλα θα μπορούσες να την πεις. 5. με λέξεις που δηλώνουν ποσό. α. (και στα τρία γένη) προσδιορίζοντας λέξεις που αποτελούν ποσοτικές ή χρονικές μονάδες, εκφράζει με προσέγγιση αναλόγως ποσότητα ή διάρκεια όχι (πολύ) μεγαλύτερη από αυτή που δηλώνει η μονάδα την οποία προσδιορίζει· περίπου ένα: Kανένα κιλό μήλα. Kανένα πεντάκιλο λάδι. Θα χρειαστούμε κανένα χρόνο / μήνα. Θα λείψουμε καμιά βδομάδα. Kανένα δεκαπενθήμερο / μισάωρο. β. το θηλ. καμιά με περιληπτικό αριθμητικό σε -αριά, εκφράζει με προσέγγιση την ποσότητα που δηλώνει το αριθμητικό που προσδιορίζει: Kαμιά κατοσταριά / διακοσαριά κτλ.: Ήταν συγκεντρωμένοι καμιά πεντακοσαριά άνθρωποι.
[μσν. κανένας < κανείς < καν + αρχ. εxς > ένας· μσν. καμία (προφ. [kamía] ) (& με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < καμμία (προφ. [kammía] ) με απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < καν + μία με αφομ. [nm > mm] · λόγ. < μσν. κανείς]
- οιοσδήποτε οιαδήποτε οιονδήποτε [iozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε5) : (λόγ.) οποιοσδήποτε: Οιαδήποτε στιγμή / ώρα. || (ως ουσ.): Δεν είναι δυνατόν ο ~ να έχει τέτοιες απαιτήσεις.
[λόγ. < αρχ. οἱοσδήποτε `τέτοιου είδους΄]