Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: O27α
225 εγγραφές [1 - 10]
αβανταδόρος ο [avandaδóros] Ο18 θηλ. αβανταδόρισσα [avandaδórisa] Ο27α : 1α.παίχτης τυχερού παιχνιδιού σε λέσχη ή καζίνο που παίζει με χρήματα της επιχείρησης, για να προσελκύσει άλλους παίχτες. β. αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης. 2. (προφ.) αυτός που κάνει αβάντες ή ζει από αυτές.

[αβάντ(α) -αδόρος· αβανταδόρ(ος) -ισσα]

αγκιτάτσια η [agitátsia] Ο27α : (πολ.) ο ερεθισμός, η όξυνση των πνευμάτων και η πρόκληση πολιτικών ζυμώσεων.

[λόγ. < ρωσ. agitatsija (< λατ. agitatio `κίνηση΄)]

αγριόγατα η [aγrióγata] Ο27α : 1.κοινή ονομασία που περιλαμβάνει διάφορα μικρόσωμα αιλουροειδή ζώα που μοιάζουν με την κατοικίδια γάτα: Ευρωπαϊκή / αφρικανική / ασιατική ~. 2. κατοικίδια γάτα που απομακρύνθηκε από τον άνθρωπο και ζει σε άγρια κατάσταση. 3. (μτφ.) για ατίθασο ή ακοινώνητο άτομο.

[μσν. αγριόκατα με τροπή [k > γ] κατά το κάτα > γάτα < ελνστ. ἀγριοκάττα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

αγριόγιδα η [aγriójiδa] Ο27α & αγριόγιδο το [aγriójiδo] Ο41 : 1.ο αίγαγρος. 2. ατίθαση κατοικίδια κατσίκα.

[μσν. αγριογίδα < αγριο- + γίδα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.· αγριο- + γίδ(ι) -ο]

αγριόκοτα η [aγriókota] Ο27α : κότα ή άλλο πτηνό όμοιο με κότα που ζει σε άγρια κατάσταση.

[αγριο- + κότα]

αγριόπαπια η [aγriópapxa] Ο27α : ονομασία υδρόβιων πτηνών: Tο κυνήγι της αγριόπαπιας. || (ζωολ.) ~ η κοινή, πτηνό από το οποίο κατάγεται η εξημερωμένη πάπια.

[αγριο- + πάπια]

αγριόχηνα η [aγrióxina] Ο27α : χήνα ή άλλο όμοιο πτηνό σε άγρια κατάσταση.

[μσν. *αγριόχηνα (πρβ. μσν. αγριοχηνάριον) < αγριο- + χήνα]

αερόσκαλα η [aeróskala] Ο27α : αποβάθρα για υδροπλάνα.

[αερο- + σκάλα 2]

αετονύχης ο [aetoníxis] & αϊτονύχης ο [(ai)toníxis] Ο11 θηλ. αετονύχισσα [aetoníxisa] & αϊτονύχισσα [(ai)toníxisa] Ο27α : για άνθρωπο εξαιρετικά επιτήδειο στην εξαπάτηση άλλων και στην απόσπαση ιδίου οφέλους, συνήθ. χρηματικού: Aδίσταχτοι αετονύχηδες που εξανεμίζουν το δημόσιο χρήμα. || (ως επίθ.): Kάποιος ~ πορτοφολάς τού έκλεψε το πορτοφόλι.

[αετονύχ(ι)1, αϊτονύχ(ι)1 -ης· αετονύχ(ης), αϊτονύχ(ης) -ισσα]

Aιγαιοπελαγίτης ο [ejeopelajítis] Ο10 θηλ. Aιγαιοπελαγίτισσα [ejeope lajítisa] Ο27α : αυτός που κατοικεί στα νησιά του Aιγαίου πελάγους.

[φρ. Aιγαίο πέλαγ(ος) -ίτης· Aιγαιοπελαγίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...23   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες