Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβίωτος -η -ο"
αβίωτος -η -ο [avíotos] E5 : συνήθ. στη ΦP κάνω σε κπ. το βίο* αβίωτο.

[λόγ. < αρχ. ἀβίωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες