Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβίγλιστος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβίγλιστος -η -ο [avíγlistos] E5 : (παρωχ., για τόπο) που δεν τον φρουρούν με βίγλα (σκοπιά)· αφρούρητος, αφύλαχτος.
[α- 1 βιγλισ- (βιγλίζω) -τος]