Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβίγλιστος -η -ο"
αβίγλιστος -η -ο [avíγlistos] E5 : (παρωχ., για τόπο) που δεν τον φρουρούν με βίγλα (σκοπιά)· αφρούρητος, αφύλαχτος.

[α- 1 βιγλισ- (βιγλίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες