Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αδιαχείριστος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιαχείριστος -η -ο [aδiaxíristos] E5 : που δεν τον διαχειρίζεται κανείς: Aδιαχείριστη περιουσία. Aδιαχείριστες υποθέσεις.
[λόγ. α- 1 διαχειρισ- (διαχειρίζομαι) -τος]