Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβιβλιογράφητος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβιβλιογράφητος -η -ο [avivlioγráfitos] E5 : που δεν τον έχουν περιλάβει σε βιβλιογραφία: Aβιβλιογράφητη μελέτη. Aβιβλιογράφητο έντυπο. ~ συγγραφέας.
[λόγ. α- 1 βιβλιογραφη- (βιβλιογραφώ) -τος]