Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβιβλιογράφητος -η -ο"
αβιβλιογράφητος -η -ο [avivlioγráfitos] E5 : που δεν τον έχουν περιλάβει σε βιβλιογραφία: Aβιβλιογράφητη μελέτη. Aβιβλιογράφητο έντυπο. ~ συγγραφέας.

[λόγ. α- 1 βιβλιογραφη- (βιβλιογραφώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες