Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "α- 4" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- α- 4 : (λαϊκότρ.) αρκτικό· σε ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα και επιρρήματα από αλλαγή του αρχικού τους φωνήεντος: (εγγόνι) αγγόνι, (έντερο) άντερο, (ομφαλός) αφαλός· (ελαφρός) αλαφρός· (εγγίζω) αγγίζω· (έξαφνα) άξαφνα, (επάνω) απάνω.
[όπως στο α- 3 με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: ελαφρός > αλαφρός [ena-ela > enala > en-ala], εγγίζω > αγγίζω [na-en
i > nan i > n-an i] ]