Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβελτίωτος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβελτίωτος -η -ο [aveltíotos] E5 : που δε βελτιώθηκε ή που δεν μπορεί να βελτιωθεί: H κατάσταση παραμένει αβελτίωτη.
[λόγ. α- 1 βελτιω- (δες βελτιώνω) -τος]