Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβελτίωτος -η -ο"
αβελτίωτος -η -ο [aveltíotos] E5 : που δε βελτιώθηκε ή που δεν μπορεί να βελτιωθεί: H κατάσταση παραμένει αβελτίωτη.

[λόγ. α- 1 βελτιω- (δες βελτιώνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες