Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αδιάβρωτος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάβρωτος -η -ο [aδiávrotos] E5 : που δεν είναι διαβρωμένος. 1. για υλικό που δεν έχει πάθει ή που δεν παθαίνει διάβρωση: Aδιάβρωτο πέτρωμα / έδαφος. 2. (μτφ.) που δεν έχει υποστεί ηθική διάβρωση: H νεολαία είναι ευτυχώς ακόμη αδιάβρωτη.
[λόγ. α- 1 διαβρω- (δες διαβρώνω) -τος]