Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "α- 3" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- α- 3 : (λαϊκότρ., λογοτ.) προτακτικό· μπαίνει από αναλογία ή συνεκφορά στην αρχή ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων που αρχίζουν από σύμφωνο: (βδέλλα) αβδέλλα, (λυγαριά) αλυγαριά, (μασχάλη) αμασχάλη, (μάχη) αμάχη· αράθυμος· αδράχνω.
[μσν. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ.: μσν. μασχάλη > αμασχάλη [mia-ma > miama > mi-ama], ράθυμος > αράθυμος [ena-ra > enara > en-ara] · στα ρ. από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα: δράχνω > αδράχνω [na-δra > naδra > n-aδra] ]