Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "άβαφος -η -ο"
άβαφος -η -ο [ávafos] & άβαφτος -η -ο [ávaftos] E5 : I.που δεν τον έχουν βάψει: Άβαφο ξύλο. ~ τοίχος. Άβαφα χείλια / μαλλιά. || αμακιγιάριστος: Όταν είναι άβαφη, φαίνεται περισσότερο χλωμή. II. (για μέταλλα) που δε βαφτίστηκε σε ψυχρό νερό μετά την πυράκτωσή του και έτσι δεν έγινε σκληρότερος.

[μσν. άβαφος < α- 1 βάφ(ω) -ος· ελνστ. ἄβαπτος (στη σημ. ΙΙ) με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες