Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "α" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- α το [á] O (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα άλφα.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα άλφα (δες και βου 1)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
Λήμμα "α" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα άλφα (δες και βου 1)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |