Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβάνς"
αβάνς το [aváns] O (άκλ.) : η προανάφλεξη σε μηχανές εσωτερικής καύσεως.

[λόγ. < γαλλ. avance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες