Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβάνς" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβάνς το [aváns] O (άκλ.) : η προανάφλεξη σε μηχανές εσωτερικής καύσεως.
[λόγ. < γαλλ. avance]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
Λήμμα "αβάνς" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γαλλ. avance]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |