Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "α 2 & άι"
α 2 & άι [ái & ái] επιφ. : πριν από επιφωνηματική πρόταση· (πρβ. άντε)· ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής εκφράζει: α. αγανάκτηση, δυσφορία, αποπομπή· πήγαινε, τράβα: (με προστ. ή να και υποτ. ρ. με ανάλογη σημ.) ~ ή άι πνίξου / παράτα μας / χάσου / να χαθείς. || (με την πρόθ. σε και έναρθρο ουσ.) ~ ή άι στην ευχή / στο διάβολο / στο καλό. ~ ή άι στη δουλειά σου, πήγαινε, κοίτα, συνέχισε τη δουλειά σου. || φιλική αποδοκιμασία: ~ ή άι να χαθείς! β. παρακίνηση: Άι στο καλό, παιδί μου, και πρόσεχε, άντε, πήγαινε στο καλό. || απορία για το τι θα γίνει: ~ ή άι να δούμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα. ~ ή άι να δούμε τι θα γίνει.

[α: σύντμ. του άι· άι: άε < αρχ. ἄγε `εμπρός!΄ (προστ. του ἄγω `πηγαίνω΄) με αποβ. του μεσοφ. [γ] και διφθογγοπ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες