Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβανιά" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβανιά η [avaná] O24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. άδικη κατηγορία· συκοφαντία, κακολογία: Tου κόλλησαν την ~ πως τάχα αυτός ήταν ο κλέφτης. Πιο πολύ τον έπνιγαν οι αβανιές του κόσμου. 2. ζημιά, κακοτυχία, συμφορά: Mε βρήκαν / έπαθα πολλές αβανιές.
[μσν. αβάν(ης) `συκοφάντης΄ -ιά < αραβ. hawān -ης `προδότης΄]