Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αγγελοσκιάζομαι"
αγγελοσκιάζομαι [angelosázome] P2.2β : (λαϊκότρ., λογοτ.) τρομάζω κατά την επιθανάτια αγωνία μου βλέποντας τον άγγελο (το χάρο)· αγγελοκρούομαι, αγγελοθωρώ, αγγελιάζομαι. || τρομάζω πολύ.

[αγγελο- + σκιάζω, -ομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες