Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αλατοειδής -ής -ές"
αλατοειδής -ής -ές [alatoiδís] E10 : που μοιάζει στη φύση του ή στις ιδιότητές του με τα άλατα ή με το άλας.

[λόγ. αλατο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. haloide < αρχ. ἁλο- (ἅλς) `αλάτι΄ + -ide = -ειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες