Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αλατοειδής -ής -ές" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλατοειδής -ής -ές [alatoiδís] E10 : που μοιάζει στη φύση του ή στις ιδιότητές του με τα άλατα ή με το άλας.
[λόγ. αλατο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. haloide < αρχ. ἁλο- (ἅλς) `αλάτι΄ + -ide = -ειδής]