Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αγαρνίριστος -η -ο"
αγαρνίριστος -η -ο [aγarníristos] E5 : που δεν τον έχουν γαρνίρει, που δεν έχει γαρνίρισμα, γαρνιτούρα: Aγαρνίριστο φουστάνι / καπέλο. Aγαρνίριστη ρόμπα. Aγαρνίριστο ψάρι / ψητό.

[α- 1 γαρνιρισ- (γαρνίρω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες