Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αγαρνίριστος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαρνίριστος -η -ο [aγarníristos] E5 : που δεν τον έχουν γαρνίρει, που δεν έχει γαρνίρισμα, γαρνιτούρα: Aγαρνίριστο φουστάνι / καπέλο. Aγαρνίριστη ρόμπα. Aγαρνίριστο ψάρι / ψητό.
[α- 1 γαρνιρισ- (γαρνίρω) -τος]