Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "άβαθος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβαθος -η -ο [ávaθos] E5 : 1α.που δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος· ρηχός, ανάβαθος, αβαθής: Άβαθο πηγάδι. Άβαθη κοίτη / όχθη / σπηλιά. Άβαθα νερά. β. (μτφ.) που δεν προχωρεί σε βάθος, επιπόλαιος, ρηχός: Άβαθη σκέψη / αντίληψη. Άβαθες ρητορείες. 2. (λογοτ.) που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το βάθος του, πολύ βαθύς· άπατος: Kαι το καράβι το κατάπιε η θάλασσα μέσα στ΄ άβαθα νερά της.
άβαθα EΠIPP στη σημ. 1. [α- 1 βάθ(ος) -ος (πρβ. ελνστ. ἀβαθής)]