Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "άβαθος -η -ο"
άβαθος -η -ο [ávaθos] E5 : 1α.που δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος· ρηχός, ανάβαθος, αβαθής: Άβαθο πηγάδι. Άβαθη κοίτη / όχθη / σπηλιά. Άβαθα νερά. β. (μτφ.) που δεν προχωρεί σε βάθος, επιπόλαιος, ρηχός: Άβαθη σκέψη / αντίληψη. Άβαθες ρητορείες. 2. (λογοτ.) που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το βάθος του, πολύ βαθύς· άπατος: Kαι το καράβι το κατάπιε η θάλασσα μέσα στ΄ άβαθα νερά της. άβαθα EΠIPP στη σημ. 1.

[α- 1 βάθ(ος) -ος (πρβ. ελνστ. ἀβαθής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες