Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αλαζόνας" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαζόνας ο [alazónas] O2 : (λόγ.) αυτός που του αρέσει να παρουσιάζει τον εαυτό του σπουδαίο και ανώτερο από άλλους, συνήθ. με ψευδή λόγια ή απατηλές πράξεις, που περηφανεύεται συνήθ. χωρίς να το αξίζει· (πρβ. φαντασμένος, καυχησιάρης, κομπαστής): O Θεός τιμωρεί τους αλαζόνες και τους υπερόπτες και αμείβει τους μετριόφρονες και τους ταπεινόφρονες.
[λόγ. < αρχ. ἀλαζών, αιτ. -όνα]