Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αλά" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλά [ala] επίρρ. : (οικ.) (βλ. και αλα-)· δηλώνει ότι αυτό που αναφέρεται ή υπονοείται μέσα στην πρόταση γίνεται με τον τρόπο που αναφέρει το επίρρημα που ακολουθεί: ~ κλέφτικα.
[λόγ. < γαλλ. à la και μέσω του ιταλ. alla]