Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "ακρυλικός -ή -ό"
ακρυλικός -ή -ό [akrilikós] E1 : α.(χημ.): Aκρυλικό οξύ, οργανική ένωση που ανήκει στα ακόρεστα οξέα. β. (για είδος συνθετικών προϊόντων): Aκρυλικές ίνες. Aκρυλικά υφάσματα. || (ως ουσ.) τα ακρυλικά.

[λόγ. < αγγλ. acrylic (-yl- < αρχ. ὕλη, -ic = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες